ΓΕΩΡΠΟΣ ΞΕΝΟΣ

Χάρης Σαββόπουλος
Κριτικός Τέχνης, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1994

Κάθε φορά που η τέχνη προσέκρουε σε ένα κύκλο άγγιζε την αθέατη όψη των ορίων της, άγγιζε κάτι το αρχέγονο από το οποίο ξεκίνησε και το οποίο, όταν δεν μπορούσε να το ξεπεράσει, το αντιμετώπιζε σαν ένα σταθμό διέλευσης για να επιστρέψει σ’ αυτό έπειτα από καιρό.
Το ξεπέρασμα των ορίων είναι οι λεγόμενες επαναστάσεις στη καλλιτεχνική έκφραση: όταν ο καλλιτέχνης εξημερώνοντας το αρχέγονο το μετατρέπει σε γλώσσα της επίκαιρης αναγκαιότητας.
Συνηθίσαμε όμως, αυτό το φαινόμενο να το χαρακτηρίζουμε γένεση σημείο που παραπέμπει στην ύπαρξη ενός θανάτου.
Επειδή όμως στην τέχνη δεν υπάρχει ο θάνατος-τουλάχιστον σε ότι αφορά την εικαστική της εκδοχή- πρόκειται μάλλον για λήθαργο.
‘Οταν πριν από χρόνια επανήλθε στο προσκήνιο η συγκινησιακή έκφραση, στην εξπρεσσιονιστική της εκδοχή, οδηγηθήκαμε σε μιά σειρά φαινομένων που τα περισσότερα αντί του γεγονότος της γένεσης πείθουν ότι πρόκειται για παρά φύση υιοθεσίες και μάλιστα τέτοιες τις οποίες χωρίς ιδιαίτερη θεωρητική προσπάθεια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως απαγωγές.
Στην ουσία όμως είχαμε παραβίαση της νομοτέλειας της τέχνης.
Ίσως όμως εάν, αντί της επαναφοράς -λέξη που χρησιμοποιήθηκε στη προηγούμενη παράγραφο- εμφανιζόταν η λέξη αναθέρμανση, θα ήταν μεν περισσότερο κοντά στη πραγματικότητα αλλά χωρίς την αναγκαία έμφαση.
Και αυτό επειδή ορισμένοι καλλιτέχνες είχαν οργανώσει τη καλλιτεχνική τους έκφραση στο περιβάλλον των προτάσεων που διατυπώθηκαν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Ήταν καλλιτέχνες που από ιδιοσυγκρασία ή βούληση και με μια θανάσιμη πράξη άρνησης αντικατόπτρισαν το ατομικό είδωλο στο περιβάλλον του συλλογικού, επιλέγοντας τη πνευματικότητα της ανεικονικής φιγούρας, την πειθαρχημένη έκσταση του χρώματος σαν το όχημα που θα τους μεταφέρει στο παρόν.
Στη σύγχρονη Ελληνική τέχνη αυτά τα γεγονότα παρουσιάζουν μια ιδιομορφία, επειδή το ελληνικό εικαστικό τοπίο δυναστεύεται ακόμη σε
πολύ μεγάλο βαθμό από βρυκόλακες της τέχνης παρελθόντων δεκαετιών, παρόλο που διανύαμε τότε τη δεκαετία του 70.
Η αντίρρηση είχε πάρει το δρόμο του εξωτερικού και διέπρεπε, ενώ η εντός Ελλάδας διαφοροποίηση είχε συνδεθεί, κυρίως, με τα σύγχρονα κινήματα του αντικειμένου και το χώρο.
Η ζωγραφική του Γιώργου Ξένου εμφανίζει αυτό που εξαφανίζεται στο αντικείμενο, το οποίο είναι και η αφετηρία του θέματος του.
Δύο είναι τα κατ’ εξοχήν γνωρίσματα της ζωγραφικής του: το θέμα και η γλώσσα του χρώματος.
Το θέμα που, ενώ αποτελεί ένα γεγονός, μοιάζει να είναι η σιωπηλή ανάπαυση ενός κλεισμένου πράγματος εντεύθεν ή εκείθεν της πραγματικότητας.
Άλλες φορές το θέμα του είναι η απλή εμφάνιση της προσωποποιημένης πραγματικότητας χωρίς δηλαδή την οποιαδήποτε πρόθεση προσέγγισης ή σύλληψης του σημείου εκπήγασης του ανακειμένου.
Το βουνό, ένα φρούτο, μια ανθρώπινη σιλουέτα, ένα ιστορικό γλυπτό είναι τα αντικείμενα που παρελαύνουν στο εικαστικό προσκήνιο του καλλιτέχνη, μα καθένα τους αποδίδεται με συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίεςαπορρέουν από το τρόπο με τον οποίο ο Ξένος μεταπλάθει το αντικείμενο σε γεγονός.
Συχνά μάλιστα χάνοντας τις φυσικές τους ιδιότητες μετακινούνται σε εκείνο το επίπεδο της εξπρεσσιονιστικής έκφρασης, όπου η απώλεια δεν είναι στέρηση άλλα κατάφαση.
Είναι γεγονότα μιας άλλης τάξεως.
Έτσι τα βουνά γίνονται πιό βουνά, τα φρούτα πιό φρούτα. Γεγονότα πιό κοντά στον εαυτό τους “τα χτίσματα που τραγουδούν”, όπως έλεγε ο Βαλερύ.
Τα χρώματα του δοξάζουν το θέμα τους.
Όπως το ποίημα δε φτιάχνεται με ιδέες ούτε με λέξεις, τα χρώματα του Ξένου, με αφετηρία το θέμα του έργου, γίνονται η ίδια του η φαινομενικότητα που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε την ύπαρξη
της όχι μακριά από το έργο, στη μνήμη μας, τη φύση ή όπου αλλού, παρά μόνο στα γεγονότα που είναι στην εικόνα.
Και βέβαια τα χρώματα του δε θα πρέπει να τα αναζητήσουμε ως φύση ή συναίσθημα.
Τα χρώματα του καλλιτέχνη θα πρέπει να τα αναγνωρίσουμε ως το Είναι της ύλης,η οποία αποτελεί την εικαστική του σύνθεση και κάνει να αναβλύζει η μοναδικότητα της.
Έτσι λοιπόν το ίδιο το έργο του καλλιτέχνη αφαιρεί τη δυνατότητα από το θεατή να περιγράψει το χρώμα,την τεχνική και τη μορφολογία του.
Παραμονεύει πάντοτε ο κίνδυνος μετάπτωσης σε κάτι άλλο κοινό, μη ιδιαίτερο.
Το έργο του Γιώργου Ξένου θα πρέπει να ταξινομηθεί σ’ εκείνητην κατηγορία της σύγχρονης τέχνης η οποία δεν υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά τους θεούς οι οποίοι δεν πρόφτασαν ακόμη να αποτελειώσουν τον άνθρωπο και τον κόσμο του και τους δίνει φωνή για να μιλήσουν.