ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΟΣ – ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ
Μάνος Στεφανίδης
Επιμελητής Εθνικής Πινακοθήκης Αθηνών, 2003
Το γελοίο είναι η φοβερότερη ιδιότητα του τρομαχτικού
Γ. Χειμωνάς
Αγαπώ εκείνη την τέχνη που υπερασπίζεται μια κουλτούρα για το σώμα. «This is the way the world ends / Not with a bang but a whimper», λέει ο ποιητής δίνοντας στον ψίθυρο τη δυνατότητα να γράψει το τέλος του κόσμου. Προ¬φανώς ένας ψίθυρος που δεν ακούστηκε, ένας αναστεναγμός που δε δικαιώθηκε σαν εκείνη την κραυγή του κορι¬τσιού πάνω στη γέφυρα που υψώνει από τον προηγούμενο, ακόμη, αιώνα τη διάτορη απελπισία του σε ώτα μη ακουόντων.
Η τέχνη του Γιώργου Ξένου μυστική, συμπαντική, ανθρωπομορφική, γλωσσοκεντρική είτε ζωγραφίζει βουνά είτε πρόσωπα συμβολίζει αυτήν ακριβώς τη μεταφυσική αγωνία της έκφρασης να διαπεράσει τα φράγματα και να υπάρξει.
Ποια, άραγε, τέχνη δικαιούμαστε σήμερα και ποια μας οφείλεται; Ο ζωγράφος ψηλαφεί τα όρια της δημιουργίας του για να καταδείξει το διάτρητο των ορίων του κόσμου μας, των ορίων της γραφής. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις σύγχρονων ζωγράφων που μπορούν να δίνουν τόσο έντονα στα έργα τους την αίσθηση των κειμένων, όπως συμ¬βαίνει με τις συνθέσεις του Ξένου. Η λειτουργία της γραφής αυτοσχεδιαστική, ασθμαίνουσα, ενεργειακή, σημαί¬νουσα και αυτοσημαινόμενη είναι σταθερά παρούσα. Τα μέσα, που ο ίδιος ο δημιουργός επιλέγει για να διατυπώ¬σει την τελευταία ενότητα των έργων του, είναι ελάχιστα, είναι συνειδητά τα πλέον αναγκαία. Με απόλυτη εγκρά¬τεια χρώματος ο Ξένος περιγράφει τους «φωνασκούντες» του με χειρονομίες και γραφές των ορίων, με μονοκο¬ντυλιές μελάνης πάνω σε λευκό χαρτί, με επιμένουσες επαναλήψεις οι οποίες ερευνώντας τον εσωτερικό τους ρυθμό ακουμπάνε στο ρυθμό του κόσμου.
Δεν πρόκειται για εύκολα έργα ούτε για μια πρόταση που καταναλώνεται χωρίς προσωπική κατάθεση και εμπλοκή. Ο Γιώργος Ξένος έχει το σθένος να αποκαθηλώσει κεκτημένες ασφάλειες της ζωγραφικής παράδοσης και να βαδί¬σει επί ξηρού ακμής, ανάμεσα δηλαδή στο ένστικτο και την εσωτερική του παρόρμηση, μήπως και βρει κάποια ψίχουλα αλήθειας. Τίποτα περισσότερο.
Στην εποχή της ακράτειας της εικόνας ο ζωγράφος οφείλει να συγκρατήσει τα μέσα του για να κρατηθεί ο ίδιος ακέραιος μέσα στο παιχνίδι της έκφρασης. Διαφορετικά οι διακοσμητικότητες και οι κατ’ επάγγελμα ευαισθησίες καραδοκούν.
Εκεί, και έτσι οφείλει να υπάρξει, σαν παιδί και σαν απελπισμένος, σα σοφός και σαν άγριος, σαν καρικατούρα και σα χειροποίητος συλλογισμός. Οι «φωνασκούντες», τώρα, λειτουργούν κατά μόνας, αλλά και συγκροτούν ομάδες επιμένοντας να ακουστούν, ενώ ξέρουν ότι γύρω τους υψώνονται τοίχοι. Καμιά ωραιοποίηση και κανένας αισθητι-σμός εκ του ασφαλούς δε χωρούν εδώ. Τα πράγματα πρέπει να είναι γυμνά για να είναι ο εαυτός τους και ο ζωγράφος πρέπει να εκτεθεί πρώτος για να εκθέσει με πειστικότητα την ανάγκη του, αλλά και την οργή του. Έγραφα κάπου αλλού: «Μεταφυσικά μιλώντας θα μπορούσαμε να ορίσουμε την τέχνη ως την έκφραση της υπαρ¬ξιακής μας αγωνίας… Όλα τ’ άλλα υπάγονται στην αστική προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης του έργου τέχνης και στον υποβιβασμό του σε πολύτιμο – έστω – αντικείμενο και σε πολυσήμαντο «προϊόν»… Ο Γιώργος Ξένος ζωγραφίζει συμβολικές αυτοπροσωπογραφίες. Αποδίδει τον εσωτερικό εαυτό του σε σχέση με τον κόσμο. Για να το επιτύχει αυτό, έχει εφεύρει ένα προσωπικό ιδιόλεκτο, ένα σύστημα εικαστικών μορφημάτων (μικρών μορφών, χειρονομιακών σημείων), η επανάληψη, η παράταξη ή η ανατροπή των οποίων γεννά τις αυθεντικές και μοναδικές εικόνες της ζωγραφικής του…». (Γιώργος Ξένος, Τοπία 1990 – 2000, Αθήνα 2000, εκδόσεις Futura, σελ. 22-24). Ο Ξένος σε μια εποχή μεταμοντέρνας Disneyland δηλώνει πεισματικά μοντέρνος, δηλαδή «φωνασκών» και αντιστε¬κόμενος, έστω κι αν έλκεται από την άβυσσο – για να θυμηθούμε την πασίγνωστη φράση του ακέραιου T.Mann -έστω κι αν ταξιδεύει στην άκρη της γλώσσας, στο όριο της εικόνας, στο αδύνατο της επικοινωνίας τελικά (au bou de la parole).H ζωγραφική του αποτελεί μια ασκητική για την εικόνα per se. Τι κομίζουν, λοιπόν, τα παρόντα έργα;
Μα τί άλλο παρά το δράμα τους και όχι μόνο. Η ζωγραφική λόγω θεολογικής παράδοσης έχει την ικανότητα να καθαγιάζει ό,τι εικονίζει. Οι «φωνασκούντες» δεν προσδοκούν αιωνιότητα, δε στέργουν τον καθαγιασμό τους, αλλά υπερασπίζονται τη θνητότητα και το δικαίωμα στη ρήξη.
Μπορείτε να τους αφουγκραστείτε;