Γεώργιος Ξένος –  Φθόγγοι και σημαδόφωνα της εικαστικής γραφής

Αθηνά Σχινά
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης, 2006

Η ζωγραφική είναι μια πράξη ελευθερίας σ’ ένα ανοχύρωτο περιβάλλον που διαρκώς μεταμορφώνεται, απασφαλίζοντας τις συμβάσεις του. Η επαναστατική αυτή πράξη ελευθερίας εν κινδύνω αντιστρατεύεται τη ματαιότητα, προσεταιριζόμενη την ουτοπία, γιατί ουτοπική πράξη είναι από την άλλη πλευρά η ζωγραφική. Προσεγγίζει τη θεουργία. Θυμίζει το άγγιγμα στους υφάλους της ύπαρξης ή την ιχνηλασία σε αποσοβημένα ηφαίστεια. Κρύβουν πάντοτε τις δυνητικές παγίδες τους, χωρίς να γνωρίζει κανείς πότε θα εκραγούν, έχοντας συμμαχήσει με το χρόνο και τις υπόγειες διεργασίες που εξυφαίνονται στα έγκατα τους. Τα πυριφλεγέθοντα μάγματά τους, όταν εκτιναχθούν, ορίζουν το βαθμό μηδέν της μεταπήδησης από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Στα έργα του Γιώργου Ξένου έχει συμβεί αυτή η μεταπήδηση. Έχουν καταλυθεί τα πλέγματα των μύθων που συνιστούν την εικονοποιημένη «παράσταση». Έχουν εξοβελιστεί οι εννοιοδο-σίες της και οι εξομοιωτικές της καθηλωτικές ταυτοποιήσεις, αναφορικά με την αμφισβητήσιμη «αντικειμενικότητα». Ο δικός του κόσμος εμφανίζεται ως προγεφύρωμα ανάμεσα στο χθόνιο και στο υπερβατικό, ανάμεσα στις ασυναίρετες και στοιχειακές μονάδες μιας προ-λογικής συνείδησης και στις τροχιές ενός μετουσιωτικού στερεώματος που διαρκώς ανασυντάσσεται. Απέναντι στη διερωτηματική πραγματικότητα όσων βλέπουν τα μάτια του ή στα ερεθίσματα που δραστηριοποιούν τις αισθήσεις του ο ζωγράφος αντιπαραβάλλει τον ίδιο το μηχανισμό της γραφής, μέσω του οποίου εξεικονιζει μια ενεργειακή «παραστατοτητα». Μέσα απ’ αυτήν φανερώνονται οι οσμώσεις που διενεργούνται από τις καταβυθίσεις του στο υποσυνείδητο και τις αναδύσεις στη συνέχεια ενός σύμπλοκου, αποτελούμενου από αρχέτυπα, μνημικές παρακαταθήκες, ψυχικές διαθέσεις, ρευστές εντυπώσεις και κυρίως μεταισθήσεις του ορατού. Μορφώματα φθόγγων ανασύρονται στην επιφάνεια, ενώ η χειρονομιακή και αυτοματική γραφή του καλλιτέχνη παρουσιάζεται ως ταλάντωση, με την πορεία της να σχηματίζει χάρτες με σημαδόφωνα, σημεία στίξεων, διαπνοές και ενέργειες ρημάτων που διαμοιράζονται την ενεργητική με τη μέση φωνή μιας γλώσσας, η οποία συλλαβίζει το άφατο και το ανεκπλήρωτο, το αναμενόμενο και το απροσδόκητο.
Ο Γιώργος Ξένος ζωγραφίζει αυτή καθεαυτήντη διαμεσότητα, χωρίς να αποστασιοποιείται από την εικαστική επιφάνεια του. Δεν καταγράφει. Εξομολογείται. Δεν εξαντικειμενίζει. Αποτυπώνει τον εαυτό του. Δεν μένει στο απυρόβλητο. Η γραφή γι’ αυτόν μετατρέπεται σε ομφάλιο λώρο ενός «εγώ» που εμπερικλείει το «εμείς» του κόσμου, των μορφών που απέλιπαν και των αινιγμάτων του που λανθάνουν. Η εξπρεσιονιστική χειρονομία του ζωγράφου γίνεται μετείκασμα του πιθανού και του εξαιρετέου, της δράσης και ανάδρασης που διαδραματίζεται πάνω ο’ ένα πεδίο ρυθμών και αναγωγών, μεταπλάσεων και αναιρέσεων, μεταστοιχειώσεων και α-ποκαθηλώσεων.
Το τοπίο στα έργα του Γιώργου Ξένου γίνεται σώμα που εγκυμονεί, γεννά, μεταμορφώνεται, δραπετεύει, αποκαλύπτει τις τροχιές της κυκλοφορίας των μορφωμάτων του, καθώς την ίδια στιγμή αποσαθρώνεται. Ανασυντίθεται, κατόπιν, και επανεμφανίζεται ως σύστοιχο αντικείμενο μιας γραφής που μετεωρίζεται στο κενό, σαν το σώμα ενός ακροβάτη που προκαλεί την οριακή του ισορροπία, αυθαιρετώντας απέναντι στη μαγνητική έλξη, τη βαρύτητα και την πτώση. Λοφοσειρές και βουνά, δρόμοι και στροφές που χάνονται πριν ολοκληρωθεί στο βλέμμα η πορεία τους, δέντρα και υψόμετρα επίσης απ’ όπου ατενίζει κανείς τα ίδια τα ερωτήματα της προθύστερης και της παρεπόμενης συσχέτισης επεισοδίων μιας νοερής «αφήγησης» της εικόνας καταλύονται. Από την άλλη πλευρά οι καταρράκτες με τα ορμητικά νερά του Γιώργου Ξένου, που κυλούν και γονιμοποιούν τα τοπία του, εξαφανίζουν κάθε ίχνος που θα μπορούσε να μαρτυρήσει μιαν αιτιακή σχέση της «ακολουθίας» περιπετειών. Η «περιπέτεια» για τον Γιώργο Ξένο έχει ενσωματωθεί μέσα στην ίδια τη γραφή και στο χρώμα, στις επαναληπτικές του χειρονομιακές επαναφορές και στην αιρετικότητα μέσα από την οποία αποκαλύπτει τα δικά του τοπία των φθόγγων της μορφής που σειράίκά αναπτύσσονται, εκτείνονται, διεκδικούν το χώρο από το χρώμα, το χρώμα από το φως και το φως από τις ιδιοσυχνότητες που προκαλούν οι παραλλαγές κάθε φορά των συλλαβικών τους αυτοσχεδιασμών.
Ο Πυθαγόρας συνταύτιζε την ποσότητα με την ποιότητα στους αριθμούς, διατυπώνοντας αρκετά πρώιμα τη δυναμική πεδίου που ορίζει, με αναλογικό τρόπο, τα πολλαπλάσια ή τα υπο-πολλαπλάσιάτου. Ο αριθμός εκλαμβανόταν τότε ως μαθηματικό και φυσικό παράλληλα μέγεθος, με εν δυνάμει τις εξασκούμενες περιβαλλοντικές του επενέργειες. Η γεωγραφία των τοπίων του Γιώργου Ξένου, με τα μινιμαλιστικά σήματα και τα χειρονομια-κά σημάδια της, τις δρομικές τροχιές και τις συντεταγμένες τους, λειτουργεί και ως «γεωδε-σία» ενός σώματος που κάθε φορά ορίζεται μέσα από τις υφολογικές του ποιότητες και τα φυσικά του μεγέθη. Οι εσωτερικευμένες οργανικές διαδικασίες γίνονται ταξίδια της γραμμής που αναθρωσκει στο πεδίο, νοηματοδοτώντας την υπόσταση του. Συστήματα γραμμών και χρωματισμών εμφανίζονται ως παράδοξοι λειμώνες καταλυτικών θαρρείς ηλεκτρικών φορτίων και χημικών, παράλληλα, δράσεων που εκβλασταίνουν στην επιφάνεια.
Κάθε γράφημα, ανάλογα με το χαρακτήρα δομής και τη θέση του στη σύνθεση, ανάλογα επίσης με τις συνάφειες, τις μεταφορικές «συνάψεις» και τους συσχετισμούς του, εκδηλώνεται ως μέρος του λόγου και της τονικής φωταύγειας που εκλύουν τα χρώματα του επενεργώντας στο περιβάλλον. Γίνεται σήμα και μουσική νότα, κατευθυντήριος φάρος και μέρος της υπόθεσης ενός αινίγματος της ζωής, καθώς ενδοπροβάλλεται ως σχεδιομορφημα που εκπέμπει και ταυτοχρόνως απορροφά χώρο. Ο χώρος διακεντάται, χαράσσεται και αναμορφώνεται από τη γραφή. Εμφανίζεται ελαστικός και περιδινούμενος, φυγοκεντρίζοντας τα στοιχειακά «μόρια» του και άλλοτε συστρέφοντάς τα γύρω από αθέατους πυρήνες που δέχονται ή εξασκούν πιέσεις, παρουσιάζοντας εντάσεις και υφέσεις, δονήσεις και παλμούς, ενδιάμεσες και ενδιάθετες καταστάσεις ανακύπτουσες από περιοχές του απροσδιόριστου που σταδιακά μορφοποιείται πριν συντελεστεί η καταληκτική του ολοκλήρωση.
Οι παλίμψηστες επιφάνειες, με τις επαλληλίες σχηματισμών μιας «πράξης» που αποκαλύπτεται ως «ατελής καύση» μέσα από τις εκφραστικές, δυναμικές χειρονομίες του Γιώργου Ξένου, έρχονται να αναδείξουν στα έργα του χρωματικές διατονικότητες και χωροσυντακτικές δεσπόζουσες που θυμίζουν ατέρμονα πεδία, εκεί όπου φωτοτροπικά ποικίλματα και ενεργειακά διάκενα αρθρώνουν ένα πολυδύναμο πλέγμα. Ένα πλέγμα που συστέλλεται και διαστέλλεται, που σμικρύνεται και απλώνεται, περιπτύσσει την ανθρώπινη τραγωδία και περιτυλίγεται ως μίτος γύρω από τα άναρθρα πάθη και τα έναρθρα παθήματα του βίου. Εκτείνεται ως εγκαρτέ-ρηση και εκτυλίσσεται ως άτυπη παντομίμα, με χειρονομίες και γραφές που μετατρέπονται σε βουβές κραυγές και ψιθύρους, σε εκρήξεις και διατονικά σημαδόφωνα μιας διαρκούς επαναδιαπραγμάτευσης και ανατροπής κάθε κατοχύρωσης. Συζυγίες πυκνώσεων και αραιώσεων, επαλληλίες και στρωματογραφήσεις αυτού του πλέγματος ανοίγουν ξέφωτα, με μέγεθος θέασης το μικρό και μέγα κόσμο μιας ενδοχώρας, που οι παλμογενετικές της συχνότητες αναμετρούνται με τις άδηλες τροχιές ενός αθέατου στερεώματος.
Η γραφή ρευστή και δραστική, ιχνηλατούσα και αναθεωρητική μετατρέπεται σε τελετουργία ακολουθίας των τρόπων ανίχνευσης μιας αυτογνωσίας εντέλει που επιδιώκει να ορίσει και να οριστεί έξω από σύνορα και δεσμά, προσχήματα και προφάσεις. Έχοντας ακυρώσει κηδεμονίες και ασφαλιστικές δικλείδες, αποτυπώνεται ως ελευθερία νόμων μιας «πράξεως τελείας» που αντιστοιχεί στη «μίμηση» των πράξεων μιας κοσμογένεσης, κατοπτρίζοντας πάνω απ’ όλα τον «εαυτό» και τα υπαρξιακά του ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα είναι που παρουσιάζονται στα έργα του Γιώργου Ξένου ως ιδιώνυμες, μετέωρες και δραματουργικά εκτυλισσόμε-νες ετεροπροσωπίες του εαυτού του σε συνεχές διακύβευμα.