Γιώργος Ξένος, ένας ζωγράφος στην εποχή της κρίσης της ζωγραφικής

Μάνος Στεφανίδης
Επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης Αθηνών, 2000

I.
Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου!
Νίκος Καρούζος

Μεταφυσικά μιλώντας θα μπορούσαμε να ορίσουμε την τέχνη ως την έκφραση της υπαρξιακής μας αγωνίας. Είναι αυτό που λέει ο Χάιντεγκερ, πως δηλαδή η αγωνία είναι προνομιακό φαινόμενο, θεμελιώδες αίσθημα της ύπαρξης (Grundbefindlichkeit). Πρόκειται για μια αγωνία που ισορροπεί ανάμεσα στο μηδέν και το είναι, στο ζην, που είναι ταυτόχρονα και η απόλυτη πιστοποίηση θανάτου. Το ότι υπάρχω, σημαίνει ακριβώς ότι η μόνη αληθινή ύπαρξη είναι ο θάνατος μου, δηλαδή η πορεία του είναι μου προς το μηδέν. Τίποτα το μακάβριο σ’ όλα αυτά.
Εκεί ακριβώς εμπλέκεται εναγώνια, αλλά και αποκαλυπτικά το “έργο τέχνης”. Υπάρχει εκπορευόμενο από το μηδέν και στέκει μετέωρο ανάμεσα σ’ έναν κόσμο οφθαλμαπάτης και αναυθεντικότητας και σ’ έναν κόσμο μορφών, ιδεών και ηθικής ανάγκης. Το έργο τέχνης ανέκαθεν συνιστούσε μια ιδανική εκδοχή του κόσμου και υπό την έννοια αυτή συγκροτεί ένα χώρο επαναστατικό. Ερμηνεύοντας τις πτώσεις επιζητεί ρήξεις και υπερβαίνει το μηδέν της αφετηρίας του μέσω της αγωνίας της μορφής. Όλα τ’ άλλα υπάγονται στην αστική προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης του έργου τέχνης και στον υποβιβασμό του σε πολύτιμο —έστω— αντικείμενο και σε πολυσήμαντο “προϊόν”. Στην πραγματικότητα το έργο τέχνης είναι ο δημιουργός του συν τα πνευματικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που το κυοφόρησε (συχνά ερήμην της). Μέσα στην ανθρώπινη εκμηδένιση, που ασταμάτητα προκαλεί η καθημερινότητα (Χάιντεγκερ), το έργο τέχνης και ως διαδικασία και ως αντικείμενο αποτελεί μια σχεδία αντίστασης (“ενίσταται”, insistit). Συνεπώς, αν και άνευ ή εκτός θεού, επιδιώκει μια υπόσταση σχεδόν θεολογική. Γίνεται ιερό.
Αυτές τις ιδέες και τις σκέψεις μου προκάλεσε η θέαση των τελευταίων έργων του Γιώργου Ξένου. Πρόκειται για ζωγραφικές διαδικασίες που νομιμοποιούν την ύπαρξη τους μέσα στο σώμα της ευρωπαϊκής παράδοσης, που φέρνουν στη σάρκα τους την κρίση του ζωγραφίζειν —αλλιώς θα ήταν υποκριτικές —αλλά και εμπλέκονται στο σήμερα, στην ανθρώπινη μοίρα η οποία καθρεφτίζει τον εαυτό της στα νέα προβλήματα. Αρα έχουμε να κάνουμε με μια ζωγραφική ρεαλιστική και αναπαραστατική όχι όμως πραγμάτων αλλά ερωτημάτων και ζητημάτων. Ο Γιώργος Ξένος ζωγραφίζει συμβολικές αυτοπροσωπογραφίες. Αποδίδει τον εσωτερικό εαυτό του σε σχέση με τον κόσμο. Για να το επιτύχει αυτό, έχει εφεύρει ένα προσωπικό ιδιόλεκτο, ένα σύστημα εικαστικών μορφημάτων (μικρών μορφών, χειρονομιακών σημείων), η επανάληψη, η παράταξη ή η ανατροπή των οποίων γεννά τις αυθεντικές και μοναδικές εικόνες της ζωγραφικής του. Η εικονοποιητική του δραστηριότητα κατατείνει στην αποκάλυψη του αρχέτυπου, της πρωταρχικής μορφής η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Είναι. Για τον Ξένο ζωγραφίζω σημαίνει είμαι εδώ (Dasein) εν εικόνι.
Αυτό που ουσιαστικά κάνει ο ζωγράφος είναι ν’ αμφισβητεί την παντοδυναμία και τον ιδεολογικό κομπασμό της εικόνας και συγχρόνως να νοηματοδοτεί με υπομονή και εσωτερικές διαδικασίες τη ζωγραφισμένη εικόνα (εξ ου και οι αναφορές μου στην εικόνα-κείμενο ή στην εικόνα-φιλοσοφική και αισθητική θέση). Υπό την έννοια αυτή το “ζωγραφίζω άρα υπάρχω ως εικόνα” μπορεί να εξελιχθεί στη θέση “ζωγραφίζω άρα είμαι” —με όσα ρίσκα ή αγωνίες αυτό περικλείει. Ο Ξένος ενστικτωδώς—αλλά και με μια μοναδική σιγουριά —υπερβαίνει τις κρίσεις της εικόνας για να καταδείξει τις ζώσες αξίες της. Για να προβάλει τι μπορεί να είναι η ζωγραφική σήμερα και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του ζωγράφου: ρόλος αναχωρητή, ρόλος χειρώνακτα-φιλοσόφου.

II.
Ο Γιώργος Ξένος περνά από την αρχέτυπη φύση και το μεγάκοσμο των οπτικοποιημένων εννοιών στο μικρόκοσμο ενός κυττάρου, στη λειτουργία του πυρήνα μέσα στον οποίο συστρέφονται δυνάμεις και ενέργειες. Η διαδικασία που ακολουθεί δεν είναι ρεαλιστική, αλλά δημιουργεί αναγωγές και αναλογίες παρομοίως με του ομοϊδεάτη του Ross Bleckner. Ο θεατής προτού αναγνωρίσει το θέαμα, οφείλει να γνωρίσει τις θεατές και τις αθέατες πλευρές της πραγματικότητας. Η μάχη των σπερματοζωαρίων για να διατρυπήσουν το ωάριο, η απελπισία των γυρίνων να υπάρξουν, συνιστούν προσομοιώσεις της αέναης ύλης, αφορμές για την αφηρημένη όσο και επική αφήγηση.
Κι όταν ακόμη εμπνέεται από τις σπείρες των αστεροειδών που στροβιλίζονται στο χάος και εμείς τις αντιλαμβανόμαστε ως φωτεινή ενέργεια που ταξιδεύει στο άπειρο, η φόρμα του παραμένει λιτή, ελάχιστη, υπαινικτική. Πρόκειται για έναν αταβισμό που θέλει να ισορροπήσει το μέσα ρυθμό με τον έξω. Εξάλλου αυτό δεν έχει τη μεγαλύτερη σημασία; Θα ήταν αφελές αν περίμενε κανείς από έναν καλλιτέχνη ν’ αχθεί στα συμπεράσματα ενός επιστήμονα. Απλώς στην περίπτωση αυτή και ο δημιουργός και ο εξειδικευμένος γνώστης αναφέρονται, με διαφορετικό τρόπο, στον ίδιο κόσμο (κόσμος με την έννοια των Ιώνων φιλοσόφων).
Ο Ξένος δεν παρατηρεί απλώς τον κόσμο. Θέλει, βούλεται (Kunstwollen) να καταστεί τμήμα του, ν’ απορροφηθεί από την ενέργεια του, από τον αρχετυπικό ιερό κυματισμό της φύσης ως της ύπατης ρομαντικής δύναμης. Τότε και οι ζωγραφικές του θα έχουν αντικειμενική υπόσταση και επικοινωνιακή αξία. Μ’ άλλα λόγια η συνείδηση του ζωγράφου (Dasein) και το έργο (id) είναι συσσωματωμένα, αποτελούν ένα είδος λαϊμπνίτειας μονάδας. Ο ίδιος “βλέπει” στα κανσόν χαρτιά του ό,τι δύναται να δει ο αστρονόμος στο ηλεκτρονικό του τηλεσκόπιο. Το θέμα βέβαια είναι τι εντέλει έχει την ωριμότητα να δει ο θεατής. Οι μεγάλες του συνθέσεις των 3 Χ 5 μ. συνιστούν “τοπία ραγδαίας εξέλιξης” εφόσον εκεί, σαν επική τοιχογραφία ενός αγνώστου primitif, η φύση είναι και γίνεται συγχρόνως (natura naturata — natura naturans). Πρόκειται για συνευρέσεις της ταχύτητας και της ακινησίας, των φράκταλς και του Giotto, του μετεικςσματος και του ασυνειδήτου. Έρμαιο του αυτή η οπτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο χάος των ελάχιστων εκατοστών από τα κλειστά βλέφαρα ως τον πυρήνα του εγκεφάλου. Ο Γιώργος Ξένος, σαν τους μυστικούς ή τον Greco, ζωγραφίζει τον κόσμο κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κόσμο.
Αυτές οι ζωγραφικές της ραγδαίας εξέλιξης αποτελούν έναν ιστό ομοειδών στοιχείων που επαναλαμβάνονται, επανεφευρίσκονται, εξαπλώνονται τακτικά και με εσωτερική μέθοδο προς όλες τις κατευθύνσεις και προς τις δύο διαστάσεις του έργου τείνοντας να τις ξεπεράσουν. Είτε μονοχρωματικές, είτε εκρηκτικά πολύχρωμες οι συνθέσεις αυτές εκφράζουν μια εμπειρία απείρου καθιστάμενες η διαστημική ζωγραφική του εσωτερικού, του μυστικού χώρου. Είναι δηλαδή σαν να μεταφέρει ο Ξένος στη ζωγραφική διαδικασία το ηρακλείτειο το μέσα και το έξω, που είναι ένα και το αυτό (η άνω και η κάτω οδός μία και αυτή). Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ρεαλιστή του απόλυτου. Ο ίδιος πάντα ξεκινά από ένα εσωτερικό ερέθισμα, μια αιφνιδίως ενεργοποιημένη πληροφορία του υποσυνειδήτου. Σαν Βουδιστής μοναχός ασκείται και εξασκεί τα μέσα του εκκινώντας από το πρώτο, το απλό, το αυτονόητο. Μια γραμμή-γραψή-χειρονομία υπάρχει σαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Επαναλαμβανόμενη όμως μεθίσταται υπαρκτικά και διαφοροποιούμενη διεκδικεί τον αυτάρκη όσο και περίκλειστο κόσμο του έργου. Ο Ξένος σ’ αυτές τις σειραϊκές του προσπάθειες συνταυτίζει το απλό με το σύνθετο, το πρόδηλο με το αφανές. Δεν καταγράφει απλώς μια διαδικασία, γίνεται ο ίδιος κομμάτι της. Είναι σαν ν’ αναρωτιέται όπως ο Καρούζος: Τί εστί λάμψη; Και είναι σαν να προσδοκά “οπτική έλευση στο πράσινο της καρδιάς” για να καταθέσει το είναι του ως εικόνα.
Τι ζωγραφίζει λοιπόν ο Γιώργος Ξένος; Μα τη ζωγραφική. Απ’ την άλλη πλευρά, η ταυτολογία των θεμάτων ή της διαδικασίας δεν οδηγεί σε κόπωση ή σ’ επανάληψη, αλλά στη μύηση. Γι’ αυτό πρέπει να (ξανα)επισημάνω την ευθύνη του θεατή. Στα παρουσιαζόμενα έργα η ανανέωση σαν κάθαρση επέρχεται αργά ακολουθώντας υποδόρια εντελέχεια. Τα Βουνά, του, τα οπιοχώραφα με τις παπαρούνες τους, οι υπνοφόρες μήκωνες κυματίζουν απαλά ή επιμένουν κάθετα στα περιβόλια ενός θεού που κι αν ακόμη δεν υπάρχει εμείς πρέπει να τον εφεύρουμε. Τα κίτρινα ιριδίζουν χωρίς απειλή και τα γκρίζα ελλοχεύουν από το μεταφυσικό τους Βάθος. Εδώ ο κίνδυνος και η εγρήγορση, εκεί η χαλάρωση και η καταλογή. Εδώ οι γραφές με τα πυρετώδη φώσφορα, εκεί οι προφήτες των προσώπων-προσωπείων που δε χαλιναγωγούνται. Εδώ τα μαύρα φόντα που λαμπυρίζουν, εκεί οι εντάσεις που καταλαγιάζουν. Εδώ οι μονοκοντυλιές που μοιάζουν μονήρεις, εκεί τα άπειρα πρόσωπα που καταλήγουν σε ένα. Εδώ η ουτοπία, εκεί η δυστοπία, όπως θάλεγε κι ένας σύγχρονος τεχνοκριτικός της καθ’ ημάς Εσπερίας.

III.
Μεταφυσικός ή όχι, αγνωστικιστής ή λυρικός της αφαίρεσης, σιωπηλός μάρτυς ή φωνασκών των εξπρεσιονιστικών μορφών που φωνασκούν, ο Γιώργος Ξένος είναι ένας άκρως προσωπικός, πρωτότυπος ζωγράφος στην εποχή της κρίσης της ζωγραφικής.