Ο Γιώργος Ξένος στο Winckelmann του Stendal, στη Γερμανία – Περιοδικό “Σήμα”, Νοέμβρης 1991

ΑΡΘΡΑ

του Μάνου Στεφανίδη

Ο Γιώργος Ξένος ζωγραφίζει, δεν κολλάει μπροσούρες σε πίνακες. Για το λόγο αυτό απεχθάνεται μια τέχνη εύκολων συνθημάτων που απευθύνεται σε ένα ακόμη πιο εύκολο κοινό, επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι η κρίση της ζωγραφικής δεν ξεπερνιέται με παραχωρήσεις προς μια αφελή εικονοποιΐα. Παρόλα αυτά, μέσα από την πλαστική έρευνα της δουλειάς του, αναβρύζει ένας βαθιά κοινωνικός, βαθιά υπαρξιακός χαρακτήρας – μια αγωνία σχεδόν μεταφυσική για τη μοίρα και τις τύχες, όχι πια μιας ομάδας ανθρώπων ή μιας φυλής, αλλά για την τύχη του πλανήτη, αλλά και του κάθε ατόμου χωριστά. Ο Ξένος εμποτίζει τη ζωγραφική του με έναν προσωπικό μύθο, κουβαλά σ’ αυτή το απείκασμα (την αντανάκλαση) ενός ψυχικού τοπίου και πραγματώνει αυτό που υπήρξε ανέκαθεν μείζον ζητούμενο της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. δηλαδή, την έκφραση, μέσω υλικών χαρακτήρων, κάποιων καταστάσεων πνευματικών.
Αλήθεια, μπορεί η εικόνα ενός χώρου, ενός τοπίου, να ενέχει πνευματικό περιεχόμενο; Σίγουρα ναι, όταν η έμφαση δεν δίδεται στην εξωτερική επιφάνεια, αλλά στις δυνάμεις που δρουν κάτω από αυτή. όταν υπογραμμίζεται το αίτιο παρά το αιτιατό και όταν η συγκίνηση βρίσκεται στην αφετηρία, αλλά και στο τέρμα της κάθε προσπάθειας. Συγκίνηση, δηλαδή, «κίνηση μαζί», όπως θα ήθελε ο Αριστοτέλης, αλλά και ο Νίτσε. Στον Ξένο, το τυχαίο, η χειρονομιακή παράφορα, ο οργιαστικός χαρακτήρας, η απόσυρση, η ηρεμία, το μέτρο, ο έλεγχος, η επέμβαση της βιαιότητας ή της τρυφερότητας, δεν αποτελούν έννοιες που συγκρούονται, αλλά που συντείνουν στη δημιουργία ενός μυστικού, μουσικού ρυθμού. η διαφάνεια ή η πυκνότητα του χρώματος, η ελεύθερη ροή του πάνω στην απροετοίμαστη ζωγραφική επιφάνεια, δημιουργούν ένα contitnuo χαμηλών ψιθύρων ή ωριμάζουν τους πανηγυρικούς βηματισμούς μιας γκαβότας Ο ζωγράφος καταφέρνει να είναι συγχρόνως ενστικτώδης και ορθολογιστής, βακχικός και απολλώνειος, μέσα από τις συνισταμένες μιας μακραίωνης πνευματικής παράδοσης, την οποία φαίνεται ότι κατέχει πολύ καλά.
Δουλεύοντας τις μεγάλες επιφάνειες χαρτιού με υδατόχρωμα, προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του υλικού και κάνει αυτό ακριβώς το υλικό να μιλάει. Με την έννοια αυτή, είναι το υλικό στοιχείο που επιτρέπει στο πνευματικό γεγονός να απογειωθεί και να αποδράσει. Πράγμα, τελικά, καθόλου συνηθισμένο στη σύγχρονη μας, τυποποιημένη και σαφώς κατευθυνόμενη ζωγραφική.
Στα έργα του Γ. Ξένου το χρώμα και το σχήμα υπάρχουν ενεργητικά και επιβάλλονται ως οντότητες σχεδόν αυτοτελείς, σε σχέση μ’ αυτό που η κάθε μία σημαίνει. Ακόμη «συγκινούνται» βαθμιαία ως τα ενδότερα της εικαστικής πράξης, εκλύοντας συγκίνηση και ενέργεια. Έτσι γίνεται στους πίνακες απόλυτα αισθητό το ατελεύτητο γίγνεσθαι της ζωγραφικής, καθώς το φως συναινεί στην αλήθεια των πραγμάτων. Γιατί αληθινά υφίσταται και υπάρχει ό,τι καταξιώνεται μέσα από τη ζωγραφική διαδικασία.
Στην Τέχνη του καιρού μας, ο φυσικός χώρος αποτελεί για τον ζωγράφο απλά ένα ερέθισμα οπτικό, που θα τον οδηγήσει σε πράγματα πιο μόνιμα από τα αισθητά και που θα του επιτρέψει μέσα από τις περιπέτειες της μορφής να αναδείξει εκείνες τις πλαστικές αξίες, οι οποίες συγκροτούν ένα έργο Τέχνης. Η ανατροπή των κανόνων, αλλά και η αίσθηση μικρών ισορροπιών δίνουν στα έργα «ήθος» και στη μορφή αυτάρκεια.
Ο Ξένος αναπαριστά εσωτερικά γεγονότα, χωρίς να υποκύπτει στις ευκολίες ενός μοντερνισμού που καταντά ακαδημία. Γιατί στις μέρες μας έχει καταντήσει ύποπτο να δηλώνει κανείς «μοντέρνος», επειδή πίσω από τη λέξη αυτή έχουν στρατευθεί ποικίλα συμφέροντα κι έχουν στηθεί κάθε λογής εκφοβιστικοί μηχανισμοί που δογματίζουν. Η αληθινή, όμως, Τέχνη βρίσκεται διαρκώς σ’ ένα μεταίχμιο, αμφισβητώντας διαρκώς τα επιτεύγματα της και ερευνώντας όχι μόνο για το καινούργιο, αλλά και για το αληθινό. Μόνον έτσι αποφεύγει τις παγίδες του συρμού.
Αν, άρα, η Τέχνη συνιστά μια σταθερή υπόσχεση ευτυχίας — κατά τη φράση του Standal — κι αν εξορκίζει την άθλια πραγματικότητα, τότε σε κάθε αληθινό έργο Τέχνης υπάρχει μια υπολανθάνουσα μεταφυσική. Ενυπάρχει ακόμη μια κοινωνιολογία της γνώσης, η οποία υποβαστάζει, εν γένει, την κάθε αισθητική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, συνέχεια πειραματιζόμαστε και συνέχεια αμφισβητούμε την όποια δογματική αλήθεια, καθώς ψηλαφούμε πρωτίστως μέσω του ορατού το αόρατο.
Ο Vlaminck συνήθιζε να λέει ότι για την Τέχνη οι θεωρίες έχουν την ίδια χρησιμότητα που έχουν για την Ιατρική οι συνταγές. Για να τις πιστέψεις πρέπει να είσαι άρρωστος. Για τον Ξένο η Τέχνη ταυτίζεται με τις διαδικασίες της μη ορθολογικοποίησης (ανορθολογικότητας) που διετύπωσε ο Μ. Weber και που επιτρέπουν στο ασυνείδητο να κορυβαντιά. Το έργο του συνιστά μια φανταστική μηχανή που ανιχνεύει τα σύνορα του χώρου και του χρόνου, συμφιλιώνοντας το αιώνιο με το στιγμιαίο, σε μια και αδιαίρετη συνθήκη, και καθιστώντας τη φαντασία μια πραγματικότητα εφικτή.