Σκέψη, ένα ανάλογο του ονείρου μέσα σε ένα δάσος γραφής
Την αρχή μάς έδειξε η είσοδος στην αρχειακή μήτρα, στο Αρχείον, τον μόνιμο τόπο διαμονής όπου φυλάσσεται και οικονο-μείται το υλικό corpus των έργων. Ο δημιουργός και άρχων του αρχείου ασκεί μέσα από την ίδια την ποιητική πράξη τον κυριαρχικό ρόλο αρχειοθέτη. Προκαθορίζει και θεσμίζει, κατά την καλλιτεχνική σύλληψη και διαδικασία, τους δικούς του κανόνες συγκρότησης και λειτουργίας του αρχείου, τις πρακτικές ενοποίησης, ταύτισης και εναποθήκευσης του υλικού του, την ίδια την αρχειακή συνθήκη, η οποία εγκλείεται στη δομή των παραγόμενων έργων. Η έννοια του αρχείου- και οι πολλαπλές μεταφορικές τοπολογίες του- εντυπώνεται, μορφοποιείται και εγκαθίσταται στο εσωτερικό του εργαστηρίου ως η αναγκαία συνθήκη παραγωγής και ερμηνευτικής πρόσληψης της σκοτεινής ζωγραφικής του Γιώργου Ξένου.
Στον αρχειακό του οίκο συστεγάζονται διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη/γένη και σειρές/οικογένειες/γενεαλογίες έργων. Στις εσωτερικές αυτές οριοθετήσεις το κοινό θέμα /εικονογραφικό μοτίβο συνιστά τον κύριο συνεκτικό δεσμό μεταξύ των έργων και την ένδειξη ότι ανήκουν σε ένα ενιαίο ταξινομικό και σημασιολογικό σύνολο. Κάθε έργο φέρει τον τίτλο της θεματικής του οικογένειας και τον αρχειακό χρόνο γέννησης/ένταξης σε αυτήν. Η ασπρόμαυρη ζωγραφική σε χαρτί (πολύπτυχα, κατά τον χαρακτηρισμό του καλλιτέχνη, και μεμονωμένα σχέδια), που κατά την κεντρική επιμελητική επιλογή αποτελεί τον κορμό τού προς έκθεση υλικού, αντιπροσωπεύει ένα εξαιρετικά σημαντικό σε έκταση και σπουδαιότητα τμήμα του αρχείου, το οποίο στην πλειονότητά του βγαίνει για πρώτη φορά στο φως. Οι ανέκδοτες, μοναδικές μαυρόασπρες φωτογραφίες και τα σύντομα βιντεοσπότ τραβηγμένα με κινητό τηλέφωνο, που δημιουργήθηκαν ως ένα είδος ψηφιακών σημειώσεων στο περιθώριο της κύριας καλλιτεχνικής δραστηριότητας του ζωγράφου, συγκροτούν ένα αρχείο-σκιά. Εκτίθενται επίσης για πρώτη φορά στο πλαίσιο μιας οικονομίας συμπερίληψης, χωρίς συμβατικές ειδολογικές διακρίσεις και ιεραρχήσεις.
Κάθε θεματικό πολύπτυχο συνιστά από μόνο του ένα κλειστό αρχείο που φυλάσσει, ως κρυμμένο μυστικό, τον εκθεσιακό του προορισμό και το κανονιστικό πλαίσιο της χωρίς όρια διάνοιξής του. Περιλαμβάνει μοναδικά έργα, παραλλαγές του ίδιου εικονογραφικού μοτίβου, η φέρουσα επιφάνεια των οποίων έχει πάντα το ίδιο σχήμα και μέγεθος. Κατά μία στερεότυπη γραμμική παρουσίασή τους, αναπτύσσονται επί τόπου παρατακτικά το ένα δίπλα στο άλλο και, στη συνέχεια, σε επάλληλες σειρές χωρίς κατ’ ανάγκην σταθερό αριθμό και αυστηρά προκαθορισμένη τάξη. Δημιουργούν έτσι μια φαινομενικά ενιαία δομική ολότητα υφασμένη από διαφορές, που μπορεί να αναδιαρθρώνεται ή να επεκτείνεται επ’ άπειρον.
Σε αντίθεση με το οριοθετημένο πεδίο του πίνακα-αντικειμένου, η ζωγραφική επιφάνεια που σχηματίζεται στον τοίχο με επαναληπτικές αλληλουχίες σχεδόν πανομοιότυπων εικόνων, δεν συνιστά μια συνεκτική οντότητα, οριστική και αμετάβλητη. Στην τεμαχισμένη υλική της συνέχεια ενσωματώνονται τα διάκενα, οι διακοπές, οι οριζόντιες ασυνέχειες, η ίδια η αποδόμησή της. Τη θραυσματική κειμενικότητα συγκροτεί η εμμονική επανάληψη της διαφοράς, των διακριτών της στιγμών και της απόστασης που χωρίζει τις απειράριθμες εκδοχές του ίδιου. Η σειραϊκή της δομή, μοναδική και συγχρόνως ενδεχομενική, είναι εγγενώς ανοικτή σε μελλοντικές ετερογενείς αναδιατάξεις και ανασημάνσεις. Η ζωγραφική αρχείο δεν κλείνει ποτέ. Η εκθεσιακή της αρχειοθέτηση παραμένει πάντα αμφίσημη και επικείμενη.
Τα μεμονωμένα έργα με μελάνι σε χαρτί αποτελούν ένα αδρανές, πολυάριθμο αρχείο από διάσπαρτα σχέδια, εντελή ή αποσπασματικά, ενίοτε αποκομμένα και διαχωρισμένα από το αρχικό τους σώμα προέλευσης, όπως είναι τα βιβλία-σημειωματάρια διαφορετικών περιόδων. Παρά την ανομοιογένεια και το διαφορετικό ιστορικό τους, ομαδοποιούνται από τον καλλιτέχνη, χωρίς αυστηρά ταξινομικά κριτήρια, σε θεματικές ενότητες με διακριτό η καθεμία γενικό τίτλο. Η αρχειακή φιλοξενία μιας ομάδας έργων στην ίδια οικογένεια δίνει χώρο στη μετατόπιση της ανάγνωσης από το κλειστό θεματικό αρχείο του τίτλου στις μεταξύ τους σχέσεις, αναδεικνύοντας τη φύση και τα όρια της συγγενικής συνθήκης καθώς και το γενεαλογικό της εύρος και βάθος.
Στο επιμελητικό πεδίο, επιτρέπει την επινόηση μέσα σε κάθε θεματική οικογένεια πολλαπλών παραδειγματικών σειρών και συγγενικών αφηγήσεων, χωρίς όρια αρχής και τέλους. Από σειρά σε σειρά και από έργο σε έργο, το κοινό εικονογραφικό παράδειγμα μετατοπίζεται και επανεγγράφεται σε πολυπληθείς εκδοχές με δυσδιάκριτες αλλαγές ή μεταμορφώσεις. Δεν αντανακλά μια συμβατική ιεραρχική σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου. Η ομοιότητα που συνδέει τα συγγενικά έργα διασταυρώνεται, μεταλλάσσεται, επιμένει μέσα στο χρόνο, όντας πάντοτε ίδια και ταυτόχρονα άλλη. Αναγνωρίζεται ως συνέχεια αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ασυνέχεια της διαφοράς της, ατομικής, οικογενειακής ή γενεακής. Έχοντας τη μορφή αρχικού σχεδιάσματος, ατελούς δοκιμής ή πρόχειρης σημείωσης, με συχνή χρήση ρηματικών marginalia στο περιθώριο, κάθε έργο της σειράς εμφανίζεται ως μέρος μιας τυπικής προπαρασκευαστικής διαδικασίας εργαστηρίου, χωρίς ωστόσο προφανή στόχο ή εξάρτηση από μια τελική, έσχατη μορφή. Παραμένει αυτοτελές και ανεπανάληπτο, διατηρώντας μέσα του το συγγενικό στίγμα και την αρχειακή του χρονικότητα. Η μοναδικότητα του ενός και διάφορου προς τον εαυτό του είναι συγχρόνως πληθυντική, συνδεόμενη με μια ανοικτή σχεσιακότητα. Η αναστοχαστική ανάγνωση της αρχειακής συνθήκης των έργων αναδεικνύει στον πυρήνα τους την προοπτική ενός δικτύου δυνητικών συνδέσεων και διακειμενικότητας, που διευρύνει και εμπλουτίζει το αρχικό θεματικό αρχείο. Η ανάλυση του κανονιστικού πλαισίου που συγκροτεί, μέσω της μόνιμης επανάληψης, τα ζωγραφικά κείμενα δεν βοηθά απλώς να δούμε τους δομικούς και λειτουργικούς όρους υπό τους οποίους μια τέτοια διεύρυνση είναι εφικτή.Πολύ περισσότερο ανοίγει το δρόμο σε μια επιτελεστικότητα της ανάγνωσης, που παράγει νέα συγκείμενα και σημασίες εντός και εκτός κανόνα, γεννά μεταφορικές σχέσεις και μυθοπλασίες,εμπλέκει στην κίνησή της αφανείς αναγνώσεις και διακειμενικά έξεργα.Ως εκθεσιακό συμβάν η επιτελεστική ανάγνωση δεν είναι βουβή. Εγγράφεται στο αρχικό σώμα αφήνοντας τα εφήμερα ίχνη της διαφοράς της,
Η έκθεση, τόπος περισυλλογής με τη διττή σημασία του όρου, διασχίζει την αρχειακή φαντασίωση μέσα από εκτεταμένα, πυκνά τοπία και ξέφωτα γραφής σε μαύρο άσπρο. Ιχνηλατεί σιωπηρά την κειμενική τάξη και αταξία, τις ατέρμονες αποκλίσεις και εκτροπές της επανάληψης, τις αλλεπάλληλες συμπυκνώσεις και μεταγραφές του εκτός τόπου κρυπτόμενου εικονικού ίχνους. Με τη μεταφορική της κίνηση αποδομεί το φαινομενικά προφανές του θέματος, για να φέρει στο προσκήνιο την ονειρική αινιγματικότητα της γραφής. Μέσα στη σκοτεινή της επικράτεια, το μεταβατικό εκθεσιακό κείμενο μεταγράφει τη δική του ποιητική στο χώρο. Από τον αρχειακό τόπο της ζωγραφικής, η μεταφορά της ψυχανάλυσης μεταναστεύει στην καρδιά της εκθεσιακής σκηνής. Στον ορίζοντά της μια νέα συνθήκη ονειρευόμενης σκέψης αναδύεται μπροστά στα εκτιθέμενα έργα στον ενδιάμεσο τρίτο χώρο μεταξύ γραφής και σκηνοθεσίας.
Με πυρήνα την ιδέα ενός ορατού αθέατου αρχείου εικόνων, ήχων, εννοιών, ζωγραφικές τοιχογραφίες συνεκτίθενται και συνακούονται με μια μικρογραφίες και απρόσιτους κρυψώνες σχεδίων που γεννούν αμέτρητες διαδρομές και ερμηνείες. Αρχέτυπες εικόνες του οίκου, στοιχειωμένα εσωτερικά, αδιέξοδοι λαβύρινθοι, μοναχικοί σκεπτόμενοι και άνθρωποι-αριθμοί, δυσανάγνωστες γραφές, σχέδια-παρτιτούρες και φυσικοί ήχοι δημιουργούν ανησυχητικές τοπογραφίες εγκλεισμού και διάνοιξης, αφηγηματικές παύσεις, χώρους περισυλλογής και κατάδυσης στην ετερότητα του εαυτού. Η έκθεση δεν επιβάλλει τη δική της ανάγνωση. Φαντάζεται τους θεατές μόνους με το έργο, να περνούν σιωπηλά δίπλα του σαν άλλη αρχειακή σειρά, δίνοντας χρόνο στην περισυλλογή. Κι αυτή να είναι η δική της ηθική και πολιτική δήλωση.
Στο κέντρο, ένας άγραφος, εσωστρεφής κύκλος στοχασμού εκτίθεται ως προσπελάσιμο άβατο. Το πέρασμα από τη στενή πύλη εισάγει βίαια στο παραισθησιογόνο παραλήρημα μιας κατακερματισμένης ονειρογραφίας. Πολυάριθμες σχεδιαστικές προβολές κατακλύζουν το πληθυντικό εσωτερικό δωμάτιο. Πολλαπλασιάζουν εμμονικά τη θεατρική σκηνή. Τα ονειρικά αρχεία με την αυθόρμητη, αναρχική κίνηση του πινέλου ενός γραφομανή δημιουργού μεταφέρονται, χωρίς συνείδηση του προορισμού τους, σ’ ένα πυκνό δάσος γραφής με ρευστές, φασματικές εικόνες. Εκτεθειμένες στα αδιάκριτα βλέμματα δεν αποκαλύπτουν τα θαμμένα μυστικά. Κινητοποιούν επί σκηνής αινιγματικά ιερόγλυφα, μεταφορικές συμπυκνώσεις και ανείκαστα οράματα, ένα συμβολισμό αβυσσαίας κρυπτογράφησης και ριζικής ξενότητας (θανάτου και έρωτα). Αφυπνισμένη από την κραυγή της γραφικής ενόρμησης, η σκέψη διατρέχει το ανοίκειο σαν υπνοβάτις. Από την άλλη μεριά του χρόνου και του θανάτου, βλέπει επιστροφές σκιών και διόδους φωτός, ατέρμονα σημεία φυγής να συγκλίνουν στο πρωταρχικό ορθογώνιο σχήμα. Στην Άλλη Σκηνή. Από το βάθος αναδύεται το σκοτεινό φάντασμα της αρχής και των αποχωρισμών.
Στον τοίχο, οι ονειρικές γεωγραφίες αρχίζουν κι αυτές επαναλαμβανόμενες. Η απροσμέτρητη έκταση, εγκλωβισμένη ξανά στον κλοιό της επανάληψης, επαναλαμβάνει τη διαφορά της ατελεύτητα. Τον δικό της μονότονο άηχο ήχο που διαπερνά τις ρωγμές. Το μαύρο όριο του ύψους. Η διαιρεμένη επιφάνεια της άνυδρης γης συσσωρεύει το χρόνο, όλους τους χρόνους σ’ έναν πετρώδη τόπο ακινησίας και σιωπής εκτός χρόνου. Οι ατέρμονες τριγωνικές κορυφώσεις των βουνών διαφοροποιούν η μία την άλλη, αναβάλλουν η μία την άλλη. Το κρυφό ίχνος της αθέατης κορυφής αποκρύπτεται από οροσειρά σε οροσειρά. Η εσωτερική αναζήτηση της ανύψωσης σε ένα συμβολικό Όρος Ανάλογο (Le Mont Analogue) είναι και παραμένει χωρίς διαφυγή.
Τη στιγμή της πιο μνημειακής δημόσιας ζωγραφικής, το μαύρο βιβλίο,ερμητικά κλειστό και αδιαπέραστο, εκτίθεται ως κρύπτη προορισμένη να φυλάξει το μυστικό που πρόκειται να χαθεί. Αδρανές, αινιγματικό, σιωπηλό, μυστηριώδες σαν σκιά. Μέσα στην απόλυτη ηγεμονική- μοναξιά του τίτλου του εξαφανίζει/καταστρέφει το αρχείο σχεδίων στο εσωτερικό του, προτού το εξωτερικεύσει ή το ανοίξει στην οπτική επαφή και το άγγιγμα.Από την άλλη πλευρά, το γκρι βιβλίο, ο διπλασιασμός του. Μια ακόμη μεταφορά του (ψυχικού) αρχείου, του ασυνειδήτου;
Οι βαριές φόρμες από μαύρο μελάνι συνηχούν με τον ήχο. Ευθυγραμμισμένες πάνω στο πεντάγραμμο αρχειοθετούν μέσα τους το μουσικό ίχνος. Τα σχέδια-παρτιτούρες εκθέτουν το ανομικό αρχείο της κρυφής σχέσης των δύο, ως υπόσχεση για ένα απροσδιόριστο τελεστικό συμβάν.Από τη μία παρτιτούρα στην άλλη, το σχέδιο με το κυπαρίσσι αναπαράγεται και διατέμνεται με άλλα συγγενή σημαίνοντα και δυνητικά ακούσματα.Ως αέναη πρόβα μιας ανοικτής παρτιτούρας. Ο μυστικός δεσμός (μέσω ακουστικών) με τον πραγματικό ήχο ενός βίντεο της έκθεσης επεκτείνει το αρχείο-σκιά στον εξωτερικό τόπο και χρόνο. Ο αργός ήχος της καμπάνας στην εξοχή. Απρίλιο μήνα. Ώρα, κυρίως τώρα, να ξαναβρεί η σκέψη τη θέση της ανάμεσα στα όνειρα και τα γεγονότα.
Το εικαστικό σώμα της λέξης καταφύγιο πριν από τη γλώσσα: κιβωτός,κρησφύγετο, άβατο, ασκηταριό, τρύπα, φωλιά, εστία, άσυλο, κατοικία,κελί, σκιά, νύχτα, απόκρυφο, ιερό, απόμακρο, ερμητικό, βαθύ μαύρο, αυτστηρό, μεγαλοπρεπές, κρυπτόμενο, μοναχικό, διαφανές, ευφρόσυνο, εξόριστο, απατηλό…
Ο επτασφράγιστος αρχετυπικός οίκος κλείνεται μαζί με όλη την οικογένεια του παραδείγματος. Πάνω στον αυστηρό μαύρο όγκο του, το πιο πυκνό μελάνι επαναλαμβάνεται σαν απειλή, μνημείωση της γραφής, δροσερός ίσκιος. Με το άλλο χέρι του δημιουργού, στην άλλη σελίδα, το κενό ρυθμικό του ιδεόγραμμα υπερυψώνεται ανάμεσα στις πιο ανάλαφρες κυματοειδείς βουνοκορφές ως ανάμνηση, έλλειψη, υπέρβαση. Ως ανεξάντλητη μεταφορά. Η ίδια παρόρμηση συνδέει με μια αόρατη σχέση το φως και το σκότοςτις δύο όψεις του ενός.
Μεσημέρι. Σε τάμπλετ το ονειρικό απείκασμα μιας ανάσας, σε πλήρη σύμπτωση με τον εαυτό. 1′:72΄΄ σε λούπα. Το βουητό των τζιτζικιών έρχεται από μακριά.Ο ήχος τους εγκαθίσταται στην έκθεση. Παύση.
Η θρυμματισμένη, αποδιαρθρωμένη επιφάνεια μιας λαβυρινθώδους τοπογραφίας μετακινείται από το κέντρο της σκηνής στις γωνίες,στις άκρες και στα περιθώρια.Στα ανοίγματα χωρίς διαφυγή και στα σιδερόφρακτα όρια σχεδιάζονται , χωρίς μελάνι και ανθρώπινη παρουσία, αρχέγονες τιμωρίες και βασανιστήρια, εσωτερικές και εξωτερικές φυλακίσεις. Στα δυσανάγνωστα, μισοσβησμένα graffiti των τοίχων ανασύρεται το ονειρικό παλίμψηστο της απόδρασης. Και της επιθυμίας της.
Γενεαλογίες μοναχικών σκεπτόμενων απέναντι στον μέλανα ήλιο και ανώνυμα πλήθη χωρίς πρόσωπο αλληγορούν καταστροφές της ιστορίας και την εξορία τους. Κινητοποιούν μέσα στην αρχειακή τους συνθήκη έναν πολιτικό χώρο. Ορώντες και ορατοί. Κλεισμένος στο αβέβαιο περίγραμμα της μονοκοντυλιάς του, ο καθιστός άνθρωπος από μελάνι αναγνωρίζεται ίδιος και διαφορετικός μέσα σε μια πλειάδα άλλων. Με το βλέμμα στραμμένο μακριά στο αόρατο, περνάει αλλεπάλληλες πύλες και απατηλές τοπολογίες, επιπλέει ακίνητος σε έναν τόπο χωρίς τόπο, καρτερικός, γαλήνιος, σε περισυλλογή και έκσταση, σε έξοδο από τον εαυτό. Γίνεται ενώ οι άλλος. Ο ίδιος και ο ίσκιος του.
Στο αρχείο των σκεπτόμενων, των αποξενωμένων, των σαλών, δημιουργεί δεσμούς οικειότητας, φιλοξενίας και φιλίας, ποιητικές κοινότητες σε διαχωρισμό. Σε φυγή, σε εξορία, αποχωρισμένοι από την κοινή γλώσσα και κρυπτόμενοι, άνθρωποι αριθμοί χωρίς ονοματεπώνυμο, νομάδες, λαθρομετανάστες, αντιστασιακοί εκτός νόμου και τόπου στοιβάζονται σε καθεστώς επισφάλειας μέσα στην αρχειοθήκη της γραφειοκρατικής του ξινομίας. Σύροντας αργά τα συρτάρια της, η ανάγνωση δίνει χρόνο στη γραφή και σε ανεξάντλητες μυθοπλασίες. Ανασύρει από τη μνήμη ίχνη ανθρωπινότητας και τρωτότητας, επινοεί νέες, διασπορικές συλλογικότητες. Φέρνει στο φως ένα όραμα για μια επιτελεστική πολιτική στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο.
Το Ακέφαλο σώμα, πλασμένο τρυφερά στον πηλό σαν σχέδιο, κατοπτρίζει από το βάθος του μαύρου καθρέφτη το διπλό του αίνιγμα.
Η Μπλε μινιατούρα, παράταιρη, μοναδική, χωρίς αρχειακή οικογένεια, ονομάζει το χρώμα.
Και ο εξόριστος Ποιητής μας παρατηρεί από το βάθρο.
Άννα Καφέτση