Γεωμετρία εν αναμονή ή δυνητική ισχύς της τέχνης
Το έργο του Γιώργου Ξένου
Ντένης Ζαχαρόπουλος
Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, 2007
Ο Γιώργος Ξένος αποτελεί μιαν ιδιαίτερη περίπτωση στο πλαίσιο της σύγχρονης νεοελληνικής τέχνης. Με το έργο και τη στάση του εγγράφει μιαν εναλλακτική προοπτική στην πρακτική διαδικασία και ιδεολογική τροπή που παίρνει η ζωγραφική στη δεκαετία του ογδόντα. Σε αυτή τη δεκαετία, ενώ το ελληνικό κράτος ολοκληρώνει την ένταξη του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας μεταθέτει τα πολιτιστικά όρια μιας ιστορικής δυτικής προοπτικής προς ανατολάς και εντείνει την αμφισβήτηση μιας ευρωπαϊκής μορφωτικής καταβολής. Μαζί με τη διεθνή επικράτηση του εκλεκτικισμού και του μεταμοντέρνου δημιουργούνται και στην Ελλάδα οι προοπτικές της υιοθέτησης νέων συντηρητικών τάσεων που εξάρουν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και οδηγούν στον απομονωτισμό ενός νέου ελληνο-κεντρισμού. Μαζί με την επιστροφή προς μιαν επιφανειακή ζωγραφική του καβαλέτου, που διεκδικεί τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης, έρχεται και η ακατάσχετη φλυαρία των εξπρεσιονιστικών εφέ, της άμετρης χρωματικής εκφραστικότητας και της ηθογραφικής αφηγηματικότητας, του αυτοβιογραφικού μελοδράματος και της προσωπογραφικής ομφαλοσκόπησης, της συναισθηματικής αμεσότητας και των τοπικιστικών ιδιωματισμών. Ο θρίαμβος του στερεότυπου που υποθάλπει η γλυκερή νοσταλγία της Ελλάδας του ’30 και του ’60 ολοκληρώνει με αυτόν τον τρόπο ένα λαϊκίζον νέο-ποπ που συνδιαλέγεται με το εξπρεσιονιστικό κιτς. Μπροστά σε αυτήν την τηλεοπτικοποίηση της ζωγραφικής ο Ξένος θα ξεκινήσει δυναμικά με το έργο του μια ποιητική και πολιτική προοπτική που ανοίγει, τόσο για τον ίδιον όσο και για την εποχή, ορίζοντες μιας σπάνιας καθαρότητας και ενορχηστρώνει κινήσεις μιας αυστηρής συνέπειας. Στη δεκαετία αυτή ο Γιώργος Ξένος θέτει τους όρους του έργου και της καριέρας του μένοντας έξω “εχέμυθα ανήσυχος”, όπως γράφει για αυτόν ο Νίκος Καρούζος το 1986, εμμένοντας στην καλλιέργεια μιας κριτικής απόστασης από τη συμπτωματολογία της εποχής και της ιδεολογίας. Σε αντίθεση με τα κύρια ρεύματα και το λαϊκισμό που επικρατεί, ο Ξένος ακολουθεί ένα δικό του δρόμο που οδηγεί από την επικράτηση του ύφους στην επικράτεια του ήθους. Ο τραχύς ετούτος δρόμος επιβάλλει μέσα στο ίδιο το έργο του νέες συστηματικές προσεγγίσεις της ζωγραφικής. Οι προσεγγίσεις αυτές σπρώχνουν τον καλλιτέχνη να κοιτάξει γύρω του σε όλο το εύρος της πραγματικότητας, καλύπτοντας με όλο και μεγαλύτερη προσοχή τις πιο κοντινές και άμεσες έως και τις πιο απόμακρες και ελάχιστες πτυχές της ορατότητας. Παράλληλα όμως η προσοχή αυτή τον ωθεί να εξασκεί μέσα στο ίδιο το έργο την αντίληψη και την ευαισθησία που αναγνωρίζει, επιτρέπει και καλλιεργεί με επιμονή συνειδητές διόδους και διαδικασίες που σφραγίζουν μια παραδειγματική διάσταση του ζωγραφικού έργου όπου η σύλληψη δεν διαχωρίζεται από την κατασκευή του. Μακριά από κάθε είδους ιδεολόγημα της καλλιτεχνίας, της δεξιοτεχνίας, της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, του σχετικισμού των αξιών, της άρνησης της γενικής ιστορίας και του συντηρητικού εκλεκτικισμού που επικρατούν σε όλη αυτή την περίοδο και φτάνουν να κυβερνούν την καλλιτεχνική ζωή ακόμη στις μέρες μας, ο Γιώργος Ξένος βρίσκει το μονοπάτι που περνά ανάμεσα στη γενναιόδωρη διάχυση του περιβάλλοντα κόσμου και τη μετρημένη γνωστική συγκέντρωση της καλλιτεχνικής σκέψης. Για τριάντα σχεδόν χρόνια κινείται ανάμεσα στον ευρύ φαινομενικό ορίζοντα του κόσμου και το συστηματικό μέτρο της ζωγραφικής χειρονομίας, τη φαινομενολογία και την ιστορία, τη θεώρηση του κόσμου και την έμπρακτη δράση του έργου. Το έργο του Ξένου ολοκληρώνεται συστηματικά και σχεδόν επαναληπτικά επάνω στην ασύλληπτη εκείνη στιγμή όπου το σχέδιο και το χρώμα, το πρόσωπο και το τοπίο, ο χρόνος και ο χώρος, η χειρονομία και η γραφή, η θέαση και η πράξη παύουν να διαχωρίζονται και αγγίζουν η μία την άλλη. Όπως ένα χαμόγελο διαπερνά το ερμητικό μέγεθος του ανθρωπίνου προσώπου ανοίγοντας μέσα του διάπλατα το χώρο του άλλου μέσα από την ελάχιστη μετάθεση της γραμμής που κρατά τα χείλη κλειστά, όπως η κορυφή διαπερνά μαζί με το περίγραμμα ενός όρους τον ουρανό και μαζί με τον ουρανό τον ορίζοντα που ανοίγει μέσα από τη γραμμή του ορίζοντα το χώρο και μέσα από το χώρο τον κόσμο, έτσι εγγράφεται και στο έργο του Ξένου η κυριολεκτική τομή που χαρακτηρίζει μαζί τη ζωγραφική και το έργο του στο χρόνο.
Ούτε τουρίστας ούτε Έλληνας ούτε Αμερικάνος ούτε Βαλκάνιος ο Γιώργος Ξένος παραμένει όλα αυτά τα χρόνια κατεξοχήν προσηλωμένος στα ερωτήματα που θέτει η ίδια του η τέχνη. Τα ερωτήματα αυτά τίθενται από τη βάση τους μέσα από την παιδεία που συνιστά αυτό που λέγεται ζωγραφική και που βασίζεται ιστορικά στην ουσιαστική κριτική της ιδεολογικής αναπαράστασης και εικονογραφίας. Η παιδεία αυτή, παρά τη σκληρή αναθεώρηση των αρχών της και την απροκάλυπτη ισοπέδωση των αξιών της από το διεθνές μεταμοντέρνο και το ντόπιο λαϊκισμό, εξακολουθεί να ανθίσταται μέσα στο έργο μερικών σπάνιων αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο σημαντικών καλλιτεχνών ανάμεσα στους οποίους ο Γιώργος Ξένος έχει ιδιαίτερη θέση. Η κριτική αυτή στάση και η επιμονή με την οποία σκύβει επάνω της, μέσα στο έργο του, συνιστούν έναν καίριο τόπο συνεχούς ανασκολέματος και ένα πεδίο καλλιέργειας και ανασκαφής παράλληλα, ένα συνεχές ξετύλιγμα της χωρικής επιφάνειας και του νοητικού εύρους και μιαν όλο και πιο άμεση ένταση της στιγμής ως χρονικό σημείο και ως καλλιτεχνικό μέτρο. Μια σειρά από άξιους ζωγράφους ή και ευρύτερα καλλιτέχνες θέτουν, μέσα από την προβληματική αυτή της ζωγραφικής ουσίας, νέους τρόπους γραφής και αναπτύσσουν διαδικασίες που αρνούνται κριτικά την εικονογραφική πρακτική η οποία χαρακτηρίζει τόσο άμεσα την επικρατέστερη άποψη της τέχνης από τα χρόνια του ογδόντα μέχρι και σήμερα. Οι τρόποι αυτοί γίνονται έργο από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης ο ίδιος αποφασίζει να συνεχίσει την ερευνητική προοπτική του εικαστικού ή καλλιτεχνικού έργου του, αρνούμενος να υποκύψει τόσο στη διεθνή τυποποίηση όσο και στην προοπτική της τοπικοποίησης του λόγου. Η κριτική αυτή άρνηση αφορά πρώτα απ’ όλα την αναγωγή της ζωγραφικής ή και της τέχνης γενικότερα σε αναπαραγωγή άμεσων ιδεολογικών σχηματισμών, εικονογραφικών ταυτοποιήσεων, αναπαραστατικών κωδικοποιήσεων ταυτότητας, την παραγωγή στερεοτύπων, τη σχηματοποίηση λογότυπων που μεταφράζουν σε λόγο της εικόνας τα ιδεολογήματα και ευνοούν τις νέες συναρτήσεις οικονομίας και πολιτικής, εμπορίου και ιδεολογίας, προπαγανδιστικών και εικονογραφικών στρατηγημάτων.
Από τον ελαστικό εκλεκτισμό στο τραγελαφικό κιτς της Τρανσαβανγκάρντια και από τη μεθόδευση της παγκοσμιοποιημένης ισοπέδωσης ως την αναδιοργάνωση περιθωριοποιημένων κωδικοποιήσεων του νεο- ποπ λαϊκισμού, η εικονογραφία και η αλαζονεία μιας αμόρφωτης και αδιαμόρφωτης πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και εθνοκεντρικής αγραμματοσύνης συνιστούν το πλέγμα μέσα από το οποίο κάθε σοβαρός καλλιτέχνης χρειάστηκε να παλέψει, αν ήθελε να διαφυλάξει το έργο και το νόημα του καλλιτεχνικού έργου, το ρόλο και την κοινωνική διάσταση του καλλιτέχνη. Το ιδεολογικό πλέγμα και η χρονική αυτή περίοδος καλύπτουν ιστορικά άμεσα και συνολικά τη διάρκεια της καριέρας και του έργου του Γιώργου Ξένου. Μέσα στην κοινωνία και την ιστορία όπου ολοκληρώνεται ως εικαστική σχηματοποίηση και νοηματική σύλληψη του ρόλου και του λόγου που αναλαμβάνει ως καλλιτέχνης, έρχεται να αποδείξει με το έργο του πως η καθαυτό συνείδηση του καλλιτέχνη και η σημασία του λόγου του ούτε πέθαναν και ούτε έπαψαν να αναδιοργανώνουν και αναδιαμορφώνουν τους τρόπους και τους τόπους της σημασίας. Αξιολογώντας έργα και γεγονότα με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, κρατά ανοιχτό έναν ορίζοντα που επιτρέπει να πράξει και να σκεφτεί κανείς πέραν από τα τετελεσμένα γεγονότα της αγοράς και την ηγεμονική επικράτηση της τρέχουσας ιδεολογίας. Παρά τις όποιες βροντερές διακηρύξεις πολιτικών και τις τρομακτικές περιγραφές μιας τετελεσμένης καταστροφής που προτείνουν οι σοφοί της εποχής εμπρός στα τρέχοντα φαινόμενα, ο Γιώργος Ξένος μαζί με κάποιους συναδέλφους του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη κατορθώνει διακριτικά μεν αλλά με απόλυτη σταθερότητα και μέγεθος να διατηρήσει άθικτο το ανάστημα ενός πνευματικού ανθρώπου και να θέσει τις αρετές ενός προικισμένου και δυναμικού ζωγράφου πέραν από τις τρίχες του πινέλου του.
Τα ερωτήματα που θέτει με το έργο του συστηματικά προκαλούν και ανασκευάζουν το χώρο της ζωγραφικής. Η διάσταση και η λειτουργία της όρασης, η φύση και η ανάπτυξη της γραφής, η έννοια και η ένταση της πρόσληψης της πραγματικότητας, η μορφή και η καταβολή της αίσθησης, η λειτουργία και η δομή της μορφοποίησης, η οξύτητα και η δυναμική του σχεδίου, το εύρος και η εγγραφή της χειρονομίας, το μέγεθος και το βάθος της αποτύπωσης, η εσωτερικότητα και η ουσία της έκφρασης, η δράση και η ορθότητα της διαίσθησης, η αύρα και η ροή της φαντασίας, το νόημα και η αλήθεια της παρουσίας, η απουσία και ο επαναπροσδιορισμός της εικόνας, η τέχνη και η σημασία της ζωγραφικής, τα εργαλεία και οι διαδικασίες που τη συνιστούν, τα όρια και τα αδιέξοδα που την καθορίζουν, οι διαδρομές και οι ορίζοντες που την επιτρέπουν, συνιστούν μαζί με πολλά ακόμη ανάλογα ερωτήματα τη βάση της συστηματικής ετούτης διαδικασίας του έργου του. Παράλληλα ευνοούν την περιπέτεια που φέρει τον Γιώργο Ξένο δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του στην Ευρώπη, πέραν από τη στενή πύλη που κρατά μυστική την καλλιτεχνική πραγματικότητα στον τόπο μας, όταν εγκαταλείπει τα δεδομένα που σφραγίζουν το γούστο και την εποχή για να ασχοληθεί με την ουσία του καλλιτεχνικού έργου. Πρέπει να επιμείνει λοιπόν κανείς στο γεγονός πως η ζωγραφική, όπως και κάθε μεγάλη τέχνη, δεν είναι τέχνη μόνον του αποτελέσματος και πως με αυτόν τον τρόπο δεν είναι τέχνη της αναπαράστασης, αλλά τέχνη της αναδιαπραγμάτευσης και του επαναπροσδιορισμού της μορφής, της εικόνας, της παρουσίας, της οντότητας. Έτσι οι καταβολές της είναι τόσο ιστορικές όσο και οι καταβολές κάθε ουσιαστικής σχέσης που καλλιεργεί ο άνθρωπος με τη γνώση και την παιδεία. Δεν είναι δηλαδή η ζωγραφική προϊόν ως παράγωγο της παιδείας, αλλά καθαυτό παραγωγή παιδείας και δημιουργία παιδείας ως δυναμικός αναπροσδιορισμός του όρου και της σημασίας της ίδιας της παιδείας.
Στην παιδεία και τον αναπροσδιορισμό της βασίζεται η θέση και το έργο που κάνουν τον Γιώργο Ξένο έναν τόσο ιδιαίτερο καλλιτέχνη μέσα στην ελληνική πραγματικότητα. Εκεί όπου επικρατεί μαζικά η συρροή ταλαντούχων παραγωγών κοινοτοπίας, τετριμμένων προτύπων, κωδικοποιημένων διαδικασιών, γραφικών εφαρμογών και προκαταλήψεων, εκεί δρα και αναπτύσσεται η ιδιαίτερη ετούτη αυτονομία και σύνεση του έργου που ξεφυτρώνει με μια βαθιά ηρεμία και γαλήνη μακριά από τη φλυαρία και τον καταιγισμό των εικόνων. Εκεί όπου η καθωσπρέπει άγνοια, η άβουλη σοβαροφάνεια και ο άτολμος κομφορμισμός παρουσιάζονται ως μακρά πολιτιστική ελληνική παράδοση, εκεί ακριβώς το έργο του Ξένου έρχεται, με οξύτητα εικαστική που λέει ο Καρούζος, να χλευάσει και να σκανδαλίσει με την αλάθευτη ακρίβεια της πράξης την αποφασιστικότητα της γνώσης και την τόλμη της αίσθησης που συνιστά κάθε γραμμή ή ίχνος ως και το πιο ασήμαντο σημείο στο χαρτί και την ευθύνη που βαραίνει τον καλλιτέχνη που τα μετρά, τα γνωρίζει και τα αναγνωρίζει, σαν το φρουρό που δέκα χρόνια περιμένει άγρυπνος στη σκεπή των Ατρειδών να δει μέσα στη νύχτα μιαν αναλαμπή ανάμεσα στ’ αστέρια που λέει πως έπεσεν η Τροία. Εκεί λοιπόν όπου τα ανόσια και τα ανούσια αποτελούν την κατεξοχήν εκφραστικότητα της πιο τετραπέρατης και ευρηματικής αδιαφορίας η οποία, πάνω από έναν αιώνα τώρα, δεν έχει μεταθέσει ούτε ένα πετραδάκι στο μνημειακό οικοδόμημα μιας μηχανιστικής, επιπόλαιος, επιφανειακής και ανούσιας κοινωνικής ανέχειας, εκεί λοιπόν το έργο του Ξένου έρχεται να σημειώσει, έστω και με συμπαθητική μελάνη ανάμεσα από τα κενά και τις ανάσες της σιωπής, αυτά που παραμένουν ζωντανά μέσα στην έλλειψη νοήματος, αυτά που δεν αποκοίμισε η ενατένιση του μακρινού ορίζοντα, αυτά που δεν παρέλυσε ο φόβος των συνεχών τριγμών μέσα στο σπίτι ούτε τα τρόμαξε το σκίρτημα και η ανατριχίλα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Εκεί που η πνευματική ένδεια μετονομάζεται σε παράδοση και θριαμβεύει υποκαθιστώντας όλο και πιο συστηματικά τη γνώση και το έργο με φανφαρονισμούς και αποφθέγματα, εκεί το πρόσωπο στο έργο του Ξένου μειδιά και ερωτά μαζί, υποκινώντας μέσα από μιαν ελάχιστη κίνηση της γραμμής ένα υποτυπώδες νεύμα στη ματιά, που δεν ξέρεις καν εάν είναι μέσα από το έργο που προβάλλει ή εάν μοναχά το διακρίνει ο θεατής μέσα από τη σκέψη που ξυπνά στην άκρη του ματιού. Εκεί λοιπόν όπου μέσα από την πιο διακριτική και εσωτερική οικονομία και τη σχεδόν απροσδιόριστη σημειογραφία, που διακινεί ο Γιώργος Ξένος μέσα στο έργο του, ολοκληρώνει τη σύζευξη μιας συνεχούς προσήλωσης και προσοχής σε μη κωδικοποιημένες συνθηματικές με μιαν εντελεχή διάσταση της κριτικής συνειδητοποίησης κάθε κίνησης που συνιστά το έργο. Σε αυτή τη δεσμευτική σύζευξη προσοχής και συνείδησης θα έρθει ο Ξένος αντιμέτωπος μετωπικά με τη μόνη επιτυχημένη βιομηχανία στην Ελλάδα, τη βιομηχανοποίηση των φτηνών, θεαματικών, κακόγουστων και εφήμερων πολιτισμικών προϊόντων. Θα αντιτάξει λοιπόν στην πρωτόγνωρη ετούτη ανάπτυξη, όπου η Ελλάδα συναγωνίζεται δυναμικά τα πιο χαμηλά πολιτισμικά μοντέλα του τρίτου κόσμου στα οποία το εγχώριο κεφάλαιο επενδύει σε πολυεθνική πια κλίμακα, τη θέση και το έργο που ορθώνονται μοναχικά αλλά γερά και στέκονται ως συνειδητό εμπόδιο και ως μια σειρά σημείων οριοθετούν και ξεκαθαρίζουν το πεδίο της δράσης και της επίδρασης. Εκεί, όπου την ποιότητα έχει υποκαταστήσει η ακροαματικότητα, το έργο αυτό του Ξένου αντιτάσσει με συστηματικότητα τοπογράφου και μουσικού συνάμα τη γραφή και τον τόνο, την αγωγή και τη στάση, την οικονομία και το ρυθμό, τη δομή του έργου και το πρωτόκολλο της παραγωγής του, τη διακριτική απόσταση της σύλληψης και τη σχεδόν ανώνυμη οξυδέρκεια της παρατηρητικότητας και προσοχής που τρέφουν τη σιωπή και εσωτερικότητα, που καθορίζουν το έργο του και μέσα από τις οποίες το έργο κοινωνεί και μετέχει.
Σίγουρα αν και ο Ξένος δεν είναι ο μόνος καλλιτέχνης που τολμά και πράττει στην εποχή του και στην Ελλάδα, και ακόμη πιο σίγουρα αν και τίποτα σχεδόν δεν μπορεί να αποτρέψει το αναπόφευκτο της κοινωνικής και ιστορικής έκπτωσης της πραγματικότητας στην εποχή μας, η μόνη ετούτη ύπαρξη και παρουσία του εμποδίου, που θέτει συνειδητά στο δρόμο ή στον ορίζοντα του έργου και στο βλέμμα ή το χέρι του καλλιτέχνη, συνιστούν από μόνες τους μια στενωπό απ’ όπου ο εφιάλτης γενόμενος αμφίδρομος μπορεί πια να περάσει και προς τη μια και προς την άλλη πλευρά. Έτσι από τη στιγμή αυτή αν η μια κατεύθυνση είναι δεδομένη πραγματιστικά, η άλλη εξακολουθεί να υφίσταται ως δυνατότητα, ως περίπτωση, ως πιθανότητα που παρόλα αυτά επιτρέπει να υπάρχει ζωντανό ό,τι η αποδοχή του τετελεσμένου γεγονότος απαγορεύει και σκοτώνει. Γιατί η πραγματική ισχύς, όπως λέει κι ο Michel de Certeau, είναι η ισχύς που επιτρέπει και όχι αυτή που απαγορεύει. Αυτή τη δυνατότητα που επιτρέπει μιαν ανάσα, μια σημείωση, ένα μονοπάτι, μια ματιά, ένα χαμόγελο, μιαν αυστηρή έκφραση, μιαν απρόσμενη ανάπτυξη του χρόνου μέσα στο χώρο ως ένα στιγμιαίο κενό αέρος που αφήνει τη σελίδα και τον τοίχο στο χέρι του ζωγράφου, όπως το τοπίο και το πρόσωπο στο μάτι του θεατή και τον ορίζοντα και το βλέμμα που τον ατενίζει στο πρόσωπο εκείνο που αφυπνίζεται ως ζωντανό υποκείμενο του έργου. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα δεδομένα, ίσως στα όρια του λόγου, έρχεται να ξυπνήσει και πάλι η δυνατότητα να μπορεί να γίνει το σχέδιο με τη γραφίδα του Ντύρερ θεμελιακό ή μια ακουαρέλα με τη μουσικότητα του Κλέε αρμονική, όχι γιατί μπορούν να ξαναγίνουν ή να προταθούν στο όνομα κάποιου άλλου, αλλά γιατί ο άλλος είναι αυτός που το έργο επιτρέπει και ο άλλος αυτός είναι μια ολοκληρωμένη οντότητα η οποία γεννιέται μέσα από το έργο το ίδιο και μέσα σε αυτό ενσαρκώνει τη δυνατότητα της χειρονομίας να μπορεί να συλλάβει τη χειρονομία του Πόλλοκ και της γραφής να πατά στα μεθυσμένα βήματα του Μισώ ή στη διασκορπισμένη ποιητική του Μιρό. Γιατί ο Ξένος δεν σχολιάζει ούτε συμμερίζεται υφολογικά δεδομένα αλλά αναλαμβάνει την ευθύνη μιας μοναχικής αναμέτρησης με το θεατή που είτε γνωρίζει είτε όχι, μπορεί να αναγνωρίζει αυτό που η τέχνη μπορεί και επιτρέπει και να αγγίζει το πιο καλά κουρδισμένο εργαλείο της, το πιο καλώς συγκερασμένο πληκτρολόγιο που επιτρέπει να πει και να κάνει αυτό που μπορεί, όσο καλύτερα και ουσιαστικά μπορεί και ο καλλιτέχνης και αυτός που παίρνει τη θέση του αφιερώνοντας την προσοχή του στο παρόν του έργου.
Ο τρόπος αυτός όμως δεν συνιστά θέμα ύφους και ρητορικής αλλά τόπο ήθους και συνέπειας, τόπο της πολιτείας και του βίου, έκταση και ένταση, ορίζοντα και σημείο που ανοίγονται όπως στο χαρτί και στον κόσμο και όπως στον κόσμο έτσι και στο χαρτί. Τόπος που συνιστά όχι κάποιαν αλήθεια αλλά την πραγματικότητα πέραν από κάθε αληθοφάνεια ή αποκάλυψη, αυθεντικότητα ή εντιμότητα, τόπος όπου το ήθος σημαίνει με την πιο τρομερή διάσταση της έννοιας το κάλλος και τη σιωπή του άλλου, του έτερου και της γεωμετρίας που τον επιτρέπει. Ασύμμετρα ίσως και όμως τόσο συστηματικά και απροκάλυπτα, έτσι όπως το πρώτο πουλί περνά στον ουρανό πριν ακόμη σβήσουν τ’ αστέρια και σηκωθεί ο άνεμος που παρασέρνει μαζί με κάθε σημείο κάθε σύννεφο και κάθε φύλλο. Περνά έτσι απροκάλυπτα δίχως να έχει τίποτα να κρύψει στο βλέμμα που ξυπνά τον ορίζοντα και στο άπειρο που τον κρατά πάντα πέραν από το όριο αυτού που κοιτά, εκεί που δεν υπάρχει μέτρο αλλά λόγος, ούτε μέτρο ούτε έκπτωση, αλλά ζωή και θάνατος ως πρόσωπο και ως χρόνος, ως γλώσσα και ως τοπίο πέραν από κάθε απεικόνιση και κάθε εικόνα. Εκεί λοιπόν ο Ξένος θέτει το όριο μιας ουσιαστικής πρότασης που έρχεται μαζί με το χρόνο που ξεπερνά την εποχή και το χώρο που ξεπερνά την όποια πρόθεση για να φτάσει στο ύψος μιας θέσης και να ολοκληρώσει το σημείο εκείνο όπου το ήθος και η αίσθηση δεν αντικρούουν αλλά στηρίζουν μαζί, αμφίδρομα κι αμφίρροπα όπως δυο μάτια το ίδιο βλέμμα, δυο άκρες το ίδιο νήμα, δυο άκρα το ίδιο σώμα, όπως η πηγή που ξεπηδά από το βράχο και η θάλασσα που τη διαχέει στα όρια του κόσμου περικλείουν και αναπτύσσουν μαζί τον ίδιο ποταμό.
Πού βρίσκεται όμως η πρωτότυπη προσωπικότητα και η επείγουσα πολιτικοκοινωνική εγγραφή του έργου αυτού μέσα σε όλον το λυρισμό που σκορπίζει σαν την άμμο σε μακρινή ακτή και μέσα σε μιαν ήπια ιδιοσυγκρασία που αναιρεί με το χαμόγελο κάθε ηρωική συχνότητα της φωνής, κάθε προτακτική ένταση της προοπτικής του; Εκεί ακριβώς όπου η θέση και η στάση αυτή δεν είναι υφολογικές πτυχές ή χαρακτηριολογικές επισημάνσεις, αλλά πολιτική θέση και άποψη της ποιητικής επί της ουσίας της τέχνης και των διαδικασιών που τη θεσπίζουν ως έργο και μέσα από το έργο ως κοινωνία και μέσα από τον τρόπο που κοινωνεί τον εαυτό της και τον άλλο, ως ετερότητα που συνιστά τον έναν και τον άλλον ως μοναδικό σημάδι που η επαναλαμβανόμενη σειρά θέτει και αναιρεί μαζί ως έκφραση και ως γλώσσα, ως τόπο και ως λόγο. Αυτή η δραστική πολιτική της δυνητικής ετερότητας και η ισχύς που την επιτρέπει αποτελούν την προσωπική και επείγουσα μορφή που επικρατεί μέσα από τα ατελείωτα μέτρα χαρτιού όπου ο Γιώργος Ξένος καλλιεργεί μαζί με τον τόπο του έργου του την τέχνη που τον καθορίζει και τον κατοικεί. Αυτή η επίμονη προσήλωση και εργασία για έναν καλύτερο αιώνα και έναν ανθρώπινο ορίζοντα του κόσμου ολοκληρώνουν μέσα από το ζωγραφικό έργο του την προσωπικότητα και την κοινωνική εγγραφή της τόσο σήμερα όσο και στη διάρκεια των τριάντα χρόνων που συμπυκνώνουν την ιστορία του και τη συμβολή του στην ιστορία και την τέχνη.
Τα έργα που εκτίθενται σήμερα στο Μακεδόνικο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αποτελούν πια ένα μικρό δείγμα μιας μεγάλης ιστορίας. Δίνουν όμως το μέτρο μιας ουσιαστικής πια έκτασης που ορθώνει την καλλιτεχνική παραγωγή και την πνευματική διάσταση της τέχνης στην Ελλάδα στο υψηλότερο επίπεδο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας, αποσυμπιέζοντας μπροστά μας ένα πυκνό και πολυσήμαντο εικαστικό γεγονός και αναπτύσσοντας ελεύθερα εμπρός στο έκπληκτο βλέμμα τη διάσταση ενός παραδειγματικού καλλιτεχνικού έργου και μιας ακέραιος ζωγραφικής παιδείας, πράξης και προσφοράς.