του Άγγελου Παπαδόπουλου
Οι εκθέσεις μοντέρνας τέχνης σε απρόσφορους, φαινομενικά ακατάλληλους χώρους -αρχαιολογικά μουσεία-δεν αποτελούν πλέον καινοτομία. Εκθέσεις όμως που δεν παραμένουν στον απλό αιφνιδιασμό της απροσδόκητης συνύπαρξης, αλλά προκύπτουν και αναδεικνύουν μια πρόσφορη σχέση μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου, μια υπαρκτή διαλεκτική επίδραση, είναι σπανιότερες.
Ένα καλό παράδειγμα των τελευταίων αυτών είναι η σειρά που παρουσιάζει ο Γίώργος Ξένος στο Επιγραφικό Μουσείο.
Πράγματι, τα έργα αποκαλύπτουν το νόημά τους μόνο ενόσω συνδιαλέγονται με τις στήλες, τα
μαρμάρινα αναθήματα και τα λίθινα θραύσματα επιγραφών στις αίθουσες του μουσείου. Τα ψηφίσματα του αθηναϊκού Δήμου, οι φορολογικές καταστάσεις και οι λοιπές εmγραφές αποτελούν λοιπόν το πρώτο, απαραίτητο σκέλος ώστε να πραγματοποιηθεί η αποκρυπτογράφηση του δεύτερου, του σύγχρονου: ο Ξένος επιχειρεί να διίδει τη γραφή αυτόνομα εντός της αρχαίας εmγραφής και να την ξαναδιαβάσει. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο σε δύο χρόνους: τα έργα βρίσκονται σε άμεση αναφορά με τις πηγές τους, πρέπει να ιδωθούν διαδοχικά με τις εmγραφές και όχι ανεξάρτητα.
Εν τούτοις, είναι mθανό η διαλεκτική σχέση να βαραίνει υπερβολικά προς το δεύτερο σκέλος, το οποίο μόνο του πραγματώνει ολόκληρη τη σχέση αναφοράς των δύο μερών. Δεν είναι σπάνιο η αναφορά να τελείται με παντελώς διαφορετική πρόθεση από οτιδήποτε θα δικαιολογούσε η πηγή της.
Έτσι και εδώ, ίσως η αναφορά να είναι αυθαίρετη: βλέπουμε αρχαίες επιγραφές και σύγχρονες γραφές, σε κάποια μορφολογική αντιστοιχία σε ορισμένες περιπτώσεις οι μνημειακές διαστάσεις του έργου παραπέμπουν στις αντίστοιχες εmγραφές.
Τυπικά λοιπόν, η διαλεκτική αυτή σχέση, καθώς αφορά μόνο στη μορφή και ασφαλώς όχι στο νοηματικό περιεχόμενο του λόγου, της γραφής, φαίνεται να εξαντλείται σε μια εξωτερική συνάφεια. Αυτό όμως δεν συμβαίνει: η σειρά δεν αναλώνεται σε μια διακοσμητική γραφιστική -αν και βέβαια η κομψότητα της γραφής αυτής καθαυτήν είναι αναμφισβήτητη-, αλλά αντιθέτως αναγιγνώσκει το μετα-νόημα της γραφής. Δεν τον αφορά, δηλαδή, το σημαινόμενο, η πληροφορία, αλλά η γραφή ως γνώρισμα, ως χαρακτηριστικό του πνευματικού πολιτισμού. Η υλική έκφανση της γραφής, η μορφή του γράμματος και του κειμένου προσδιορίζουν, κατά τον Ξένο, τον κατεξοχήν φορέα και ίχνος -ένα σημείο όπου επιμένει ιδιαίτερα-του άυλου πνεύματος, το οποίο σχεδόν ταυτίζεται ή έστω συναποτελεί, εν μέρει, το ίδιο το ανθρώmνο ον, τον «ίσκιο του ανθρώπου», όπως υπογραμμίζεται και από τις γλυπτικές συνθέσεις της έκθεσης.
Έτσι, η αναφορά παύει να είναι ετεροβαρής -δηλαδή να παίρνει μόνο την αφορμή από το αρχαίο μνημείο και να προκύπτει κάτι εντελώς νεωτερικό-και γίνεται ερμηνευτική, αφού η σημασία που αποδίδεται στη γραφή, ως τέτοιο φορέα, δεν μπορεί παρά να ισχύει και τότε, όπως και σήμερα. Η ερμηνεία προκύπτει ακριβώς από την απόρριψη του σημαινόμενου της γραφής, στην εικονοποιία του Ξένου. Μένει μόνο το σημαίνον, το γράμμα. Δεν ενδιαφέρει το τι αφηγείται το κάθε κείμενο, αλλά η ίδια η πράξη της γραφής. Γι’ αυτό και τα σύμβολά του θυμίζουν επισεσυρμένη γραφή: είναι δυσκολότερα στην αποκωδικοποίηση. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι την ίδια απώλεια σημαινόμενου αντιμετωπίζουμε και σε μια αρχαία εmγραφή, που συντίθεται από ποικίλα θραύσματα.
Πρόκειται για άλλον έναν παραλληλισμό: οφείλουμε να τα προσεγγίσουμε αμφότερα ως παλαιογράφοι. Μόνο που αντί για τον αρχαιολόγο ιστορικό, η γραφή μπορείνα έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για τον θεωρητικό του πολιτισμού.
Την κυρίαρχη αυτή αντίληψη αντικατοπτρίζει και η δεύτερη θεματική: αυτή της διόδου. Εικονογραφικά, η δίοδος συμπλέκεται με τη γραφή, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονα, ενίοτε μάλιστα η απεικόνιση της διόδου -η οποία μάλιστα παίρνει μορφή στενωπού ή και αδιεξόδου-κυριαρχεί.
Ο παραλληλισμός επομένως είναι μάλλον προφανής: η γραφή αποτελεί μια δίοδο, έναν δίαυλο για το πνεύμα. Εξ ου και η διαχρονία της γραφής, που αποτελεί την τρίτη, λιγότερο όμως προβεβλημένη στην έκθεση, θεματική. Αποτελεί άλλωστε την προϋπόθεση για τη λειτουργία της γραφής ως φορέα του πνεύματος.
Δεν πρέπει όμως να μας διαφύγει ότι κυρίως ο Ξένος επιχειρεί να διατυπώσει μια ανθρωπιστική θεωρία της γραφής: συνολικά, όλες οι πτυχές συντείνουν σε αυτήν τη διατύπωση: η γραφή υπηρετεί το ανθρώπινο πνεύμα.