Ο αναρχικός της τέχνης – ΒΗΜagazino, 26/7/2009

ΑΡΘΡΑ

της Μαρίας Θερμού

Ο χώρος δονείται από την εκφραστική δύναμη της ζωγραφικής του Γιώργου Ξένου. Ολόγυρα οι πίνακες του – μαύρο μελάνι σε άσπρο χαρτί ή το αντίθετο -, τεράστιες συνθέσεις με πρόσωπα άχρονα, όμοια μεταξύ τους, αλλά την ίδια στιγμή διαφορετικά.
Στόματα ανοιχτά αρθρώνουν ήχους που σχεδόν μπορείς να ακούσεις, στόματα φιμωμένα ή θυμωμένα. «Πιστεύω ότι αυτός είναι ο πολιτισμός του ανθρώπου. Η δυνατότητα να διαχειρίζεται το μούγκρισμά του, το σούρσιμο του ποδιού του στο χώμα, τους ήχους που βγάζει από φόβο και δέος. Αυτό είναι το ίχνος του επάνω στη Γη» λέει. Στο Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς φιλοξενείται η έκθεση του (για τελευταία ημέρα σήμερα), με τίτλο «Γεωμετρία εν αναμονή». Απογειώνεται στο «Μαύρο κουτί της ανθρωπότητας», μια εγκατάσταση που αποτυπώνει την ιστορία του πολιτισμού.
Μέσα σε αυτό το κουτί δύο πράγματα μπορεί να σου συμβούν: να γίνεις ένα με τα πρόσωπα του έργου ή να φύγεις τρομαγμένος. Η επιλογή είναι ανθρώπινο προνόμιο.
Η δική του επιλογή ήταν να φύγει νέος από την Ελλάδα, πρώτα για το Παρίσι όπου σπούδασε, ύστερα για το Βερολίνο όπου βίωσε την πτώση του Τείχους. Στο Μουσείο Περγάμου του Βερολίνου έκανε μία από τις σημαντικότερες εκθέσεις του, το 1992, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα είχε παρουσιάσει το έργο του στο Μουσείο Winckelmann της πόλης Στεντάλ.
Εκθέσεις στη Γαλλία, στη Σουηδία, στο Λουξεμβούργο, στην Αθήνα και πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, στο Μακεδόνικο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων σε αυτή την 30χρονη πορεία του στη ζωγραφική, κατά τη διάρκεια της οποίας γνώρισε μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Φράνσις Μπέικον. Από τη δεκαετία του 1980 ο Γιώργος Ξένος έχει διαμορφώσει τη δική του εκφραστική γλώσσα.
Ο χαρακτήρας του έργου του είναι βαθιά κοινωνικός και υπαρξιακός, η αγωνία του για την τύχη του κόσμου είναι σχεδόν μεταφυσική. Στους πίνακες γύρω μας η ζωγραφική και το σχέδιο λειτουργούν σε μία ενιαία αντίληψη. Τα γράμματα γίνονται σύμβολα – το Λ είναι γράμμα αλλά ταυτόχρονα και βουνό -, ενώ οι επαναλαμβανόμενοι αριθμοί της ψηφιακής επικοινωνίας 0 και 1 ενσωματώνονται στον άνθρωπο, γίνονται μέρος του και αυτός δικό τους.
Τον παρατηρώ καθώς στριφογυρίζει στα δάχτυλα ένα καπέλο Παναμά, μικρόσωμος και διακριτικός, ένας ευγενικός, χαριτωμένος άνθρωπος, με χιούμορ και, επιπλέον, ανερχόμενο ταλέντο στο κλαρίνο. Είναι μεσημέρι και βρισκόμαστε στο Μουσείο Μπενάκη με τα έργα του να μας κυκλώνουν, η κουβέντα μας όμως συνεχίστηκε κάποιο βράδυ γύρω από ένα τραπέζι και ολοκληρώθηκε τηλεφωνικά σε μια αμοιβαία προσπάθεια να καταργήσουμε την απόσταση, εκμεταλλευόμενοι την ψηφιακή τεχνολογία.
Τι είναι το «Μαύρο κουτί της ανθρωπότητας» λοιπόν; «Είναι ένα κουτί πληροφορίας, μια αντιστοιχία με το μαύρο κουτί του αεροπλάνου. Το ανοίγουμε για να δούμε τι έχει συμβεί, κάνουμε μια αποκωδικοποίηση των δεδομένων που έχει συλλέξει, ώστε να αντιληφθούμε πώς έχουμε φθάσει σήμερα ως εδώ».
Φωνάζω άρα υπάρχω; «Σήμερα ο άνθρωπος μένει με το στόμα ανοιχτό από θαυμασμό, έκπληξη, ανησυχία καθώς κάτι νέο έρχεται, που δεν το γνωρίζει. Το ίδιο συνέβαινε όμως κάθε φορά που άλλαζε η εποχή στον πολιτισμό, η μετάβαση ήταν πάντα δύσκολη. Αυτόν τον καιρό βρισκόμαστε σε τέτοιο μεταίχμιο. Είμαστε μια γεωμετρία εν αναμονή.
Και οι “Φωνασκούντες” μου είναι ταυτόχρονα ορώντες και ορώμενοι».

Τι θα συμβεί έπειτα από αυτή την αλλαγή;
«Λέω συχνά ότι ο καλλιτέχνης είναι πύθιος, μπορεί να “προβλέψει” το μέλλον. Πιστεύω, λοιπόν, ότι οι εποχές που έρχονται θα κινούνται και σε άλλες διαστάσεις, πέραν των τριών. Διότι η επιστήμη μάς οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίληψη των πραγμάτων. Φαντάζεστε τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ισως ο άνθρωπος να μην μπορεί καν να αντέξει αυτόν τον νέο κόσμο».
Σε έναν τέτοιο κόσμο ποιος θα είναι ο ρόλος της τέχνης;
«Η τέχνη είναι ο μηχανισμός για να γίνουν όλα αυτά αντιληπτά. Και ο καλλιτέχνης είναι εκείνος που κατασκευάζει το μοντέλο. Δημιουργεί νέες εικόνες αντλώντας στοιχεία από εκεί όπου δεν μπορεί να τα προσλάβει ο θεατής. Αλλωστε, η εικόνα είναι το ταχύτερο μέσο για να αντιληφθεί κανείς τα πράγματα, με ταχύτητα μάλιστα που μοιάζει με αυτή του φωτός».
Η δική σας ζωγραφική αμφισβητεί την εικόνα.
«Η εικόνα είναι μαγική. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει, διότι έχει το μεγαλείο να είναι αναγνώσιμη από όλους ανεξαιρέτως. Η αμφισβήτηση αφορά τη συμβατική εικόνα, την οποία ο καλλιτέχνης οφείλει να επαναπροσδιορίσει. Διότι, ακόμη και με μία γραμμή μπορείς να πεις πολλά πράγματα. Εν τέλει, το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ενορχήστρωση».
Από πού αντλείτε έμπνευση;
«Από τη συνειδητοποίηση της απεραντοσύνης του σύμπαντος. Και από τη δύναμη της φαντασίας που ενυπάρχει στην αντίληψη του σύμπαντος. Αλλωστε, η φαντασία είναι η μεγαλύτερη ταχύτητα, απλώς δεν έχουμε μια εξίσωση για να την αποδώσουμε».
Ποια είναι η δική σας θέση μέσα στο σύμπαν;
«Σκέφτομαι ότι το χάος είναι ένα μεγάλο οικόπεδο και ότι εγώ υπάρχω εκεί μέσα και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Υπάρχει μια ασυδοσία ελευθερίας σε όλη αυτή την κατάσταση. Είναι το προνόμιο των καλλιτεχνών αυτό. Είναι η ελευθερία που παρέχει το απέραντο. Και η δύναμη του απέραντου το κάνει θεϊκό».
Σκεφτήκατε ποτέ ότι το μέλλον θα καταστρέψει τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα; «Οχι. Αυτό δεν έγινε ποτέ και δεν θα γίνει ούτε τώρα. Ακούστε, ο άνθρωπος αισθάνεται έτσι σε κάθε μεταβατική εποχή, διότι περνάει αυτή την περίοδο αγωνίας και ανησυχίας. Αλλά αυτό είναι κάτι που επαναλαμβάνεται στην Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας από τη Αίθινη εποχή. Μπορώ να πω, μέσα από την προσωπική μου μυθολογία, ότι αυτή η κατάσταση που ζούμε δεν είναι πρώτης βερσιόν. Πιστεύω, όμως, ότι από τότε ο άνθρωπος βρήκε τον τρόπο να αντιμετωπίζει τη θνητότητα του αφήνοντας πίσω το ίχνος του, μία γραμμή έστω, σε μια σπηλιά. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σέβομαι αυτά τα ίχνη. Είναι μια κληρονομιά για όλη την ανθρωπότητα. Δείχνουν από πού ξεκίνησε ο άνθρωπος ώσπου να φθάσει ως τη διαμαρτυρία, πολιτική και κοινωνική. Αποκαλύπτει ταυτόχρονα τη δύναμη του να επεμβαίνει στα πράγματα».
Η πολιτική τι σχέση έχει με όλα αυτά;
«Η πολιτική ως μηχανισμός διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων για μένα έχει τελειώσει. Είμαστε και εδώ “εν αναμονή”. Προσωπικά, πιστεύω μάλιστα ότι τα καινούργια μοντέλα, οι καινούργιες κοινωνίες θα γίνονται διαρκώς πιο αναρχικές. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Γεννιόμαστε αναρχικοί, ο άνθρωπος είναι αναρχικός από τη φύση του. Για να μιλήσω καθαρά, πιστεύω ότι η οικογένεια, η θρησκεία, η δημοκρατία είναι από τα πιο επικίνδυνα δημιουργήματα του ανθρώπου».
Δεν είναι η δημοκρατία το τελειότερο πολιτικό μοντέλο;
«Οχι, διότι η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα στην πολιτικοποίηση του ανθρώπου, διότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα δικαιώματα του».
Ποια είναι η σχέση της αναρχίας όπως την εννοείτε με αυτή που εμφανίζεται στους δρόμους;
«Δεν υπάρχει καμία σχέση. Μπορεί η αναρχία να χρησιμοποιεί την επιθετικότητα κάποιες φορές, αλλά εγώ δεν τα δέχομαι αυτά. Πιστεύω στην ουσία της φιλοσοφίας και του δικαιώματος να είναι κανείς διαφορετικός».
Εσείς σε τι κόσμο θα θέλατε να ζείτε;
«Σε κοινωνίες με συνείδηση, με αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και σεβασμό. Αυτά τα απλά πράγματα».
Πώς ήταν τα χρόνια στο Βερολίνο;
«Από τα συναρπαστικότερα της ζωής μου. Η Γερμανία τότε, το 1977, είχε επενδύσει πολλά στον πολιτισμό. Τα μουσεία σύγχρονης τέχνης άνοιγαν το ένα μετά το άλλο, υπήρχε μια κοσμογονία. Και εγώ πατούσα σε δύο κόσμους εντελώς διαφορετικούς μεταξύτους, διότι το σπίτι μου ήταν στο Δυτικό Βερολίνο, ενώ το εργαστήρι στο Ανατολικό. Ετσι, καθημερινά πηγαινοερχόμουν από το ένα τμήμα της πόλης στο άλλο».
Δεν ήταν επικίνδυνο αυτό;
«Στην αρχή ναι, ύστερα με έμαθαν κάπως, είχα και πάσο βέβαια. Δεν ήταν πολύ ευχάριστο όμως να μπαινοβγαίνεις μαζί με όλους τους πράκτορες καθημερινά… Μην ξεχνάμε και τα τραγικά περιστατικά των ανθρώπων που προσπαθούσαν να περάσουν το Τείχος. Οταν τελικά έπεσε, σήμανε και για μένα την απαρχή ενός νέου κόσμου χωρίς όρια, με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών, κάτι που επέδρασε σημαντικά στη ζωγραφική μου».
Είναι καλύτερα να ζείτε εκεί ή εδώ;
«Εκεί. Και πολύ γρήγορα, από τον Σεπτέμβριο. Γιατί εκεί υπάρχει περισσότερη πληροφόρηση και εγώ είμαι μανιακός με την πληροφορία αλλά και γιατί εκεί βρίσκεται κανείς μέσα στις πραγματικές ταχύτητες των εξελίξεων. Στην Ελλάδα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, βρισκόμαστε ακόμη πολύ πίσω».
Κινδυνεύει η τέχνη από την παγκοσμιοποίηση;
«Δεν δέχομαι ότι μπορεί να υπάρξει ισοπέδωση από την παγκοσμιοποίηση. Εμένα, άλλωστε, δεν με ενδιαφέρουν τα σύνορα, δεν είναι αυτά που καθορίζουν την έκφραση. Και σας το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έζησε πολλά χρόνια σε πολλές χώρες».
Πώς όμως ένας άνθρωπος, που έζησε σε μια συντηρητική και καλά οργανωμένη κοινωνία όπως αυτή του Βερολίνου, μπορεί να ζει σήμερα στον Κεραμεικό;
«Πιο συντηρητική είναι η ελληνική κοινωνία. Μπορεί εδώ να επικρατούν η ασυδοσία και η αυθαιρεσία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι από κάτω δεν υπάρχει συντηρητισμός. Από την άλλη, όσο πιο οργανωμένη είναι μια κοινωνία τόσο εν δυνάμει μπορεί να είναι αναρχική».
Τι σας κρατάει σε αυτή την περιοχή της Αθήνας;
«Το γεγονός ότι είναι πολυσυλλεκτική. Τόσο στο είδος των ανθρώπων όσο και στα πράγματα που αγαπώ και αναζητώ. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος εδώ, όπου μπορείς να βρεις τους πάντες και τα πάντα. Με γοητεύει».
Δεν σας ενοχλεί η υποβάθμιση της περιοχής;
«Αντιθέτως. Αλλωστε, πάντοτε ζούσα σε μέρη όπου υπήρχε το λούμπεν στοιχείο. Μου αρέσουν περισσότερο, διότι έχουν μεγαλύτερη ποικιλία και είναι πιο απρόβλεπτα. Εδώ η περιπέτεια είναι πιθανή».
Ηρθαν στην έκθεση σας φίλοι από το Μοναστηράκι;
«Ναι, και συγκινήθηκαν. Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ, διότι, στον αντίποδα, η υπερ-λογίκευση οδηγεί στην αποστασιοποίηση των συναισθημάτων. Εκφραση όμως χωρίς συναίσθημα δεν μπορεί να υπάρξει. Από την εμπειρία μου, λοιπόν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι απλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη λάμψη ευκολότερα από άλλους».
Αυτό σημαίνει ότι είστε εναντίον των ειδικών;
«Οχι, καθόλου. Αλλά καθένας έχει τη δική του δουλειά. Εξάλλου, χωρίς τους διανοούμενους δεν γίνεται πολιτισμός. Αν δεν είσαι μορφωμένος, δεν είσαι καλός ζωγράφος, δεν είσαι καλός ποιητής. Αν δεν ξέρεις για τον πολιτισμό του ανθρώπου, τι είδους μοντέλο θα παραγάγεις;».
Ποια είναι η σχέση σας με τα αρχαία ερείπια που υπάρχουν παντού σε αυτή την περιοχή;
«Σχεδόν γεννήθηκα με τη συνείδηση των αρχαίων και αυτό υπάρχει στο έργο μου. Η εικόνα των αρχαίων αγαλμάτων πάντα με θαμπώνει. Στην εφηβεία μου είχα αποβληθεί από το σχολείο, επειδή στο μάθημα των θρησκευτικών είχα πει ότι προτιμούσα την Αφροδίτη της Μήλου από την Παναγία. Αλλά και στο σκασιαρχείο πήγαινα συχνά στην Ακρόπολη και στο Εθνικό Μουσείο. Ακολουθούσα τους ξεναγούς για να ακούω τι λένε. Μάλιστα, ένας στην Ακρόπολη με είχε εντοπίσει και με συμπαθούσε πολύ.
Μη σας φανεί περίεργο, λοιπόν, ότι με συγκινούν ακόμη και τα ερείπια από τα μισογκρεμισμένα σπίτια».
Σας φοβίζει ο θάνατος;
«Οχι, ως τώρα δεν τον έχω φοβηθεί. “Είμαι καλός σαλτιμπάγκος σου, φίλε”, του λέω. Τον διασκεδάζω. Διότι μόνον έτσι μπορείς να καλοπιάσεις έναν βασιλιά. Ακόμη και πορτρέτο τού έχω κάνει: Είναι καβάλα σε άλογο, όπως αυτό το μπρούντζινο άγαλμα που υπάρχει στο Εθνικό Μουσείο.
Από εκεί πήρα τις οπτικές γωνίες».
Τι θα θέλατε να συμβεί «μετά»;
«Αστειευόμενος, λέω καμιά αφορά ότι είμαι απόφοιτος του Καιάδα. Πήγα και γύρισα δηλαδή, δεν είμαι πρώτης παρουσίας. Ο θάνατος πιστεύω ότι είναι μέσο μετάβασης από τον έναν κόσμο στον άλλον. Αυτό πιστεύω ότι γίνεται. Πηγαίνουμε και ερχόμαστε. Είμαστε κοσμική ύλη σε εξέλιξη».