Εικόνες και Γραφή – Περιοδικό “Ρεύματα”, Τεύχος 32ο , Ιούλιος – Αύγουστος 1996

ΑΡΘΡΑ

του Μάνου Στεφανίδη

Ο Ξένος παραμένει πρωτίστως ένας διανοούμενος της πράξης ο οποίος  κατανοεί απόλυτα το λόγο του Μποντλέρ «il faut etre absoIument moelernes» όχι με την έννοια της στράτευσης αλλά της σuνεχώς «αθώας» στάσης εμπρός στα πράγματα. Συμβαίνει μ’ άλλα λόγια κάτι που συχνά επαναλάμβανε ο Μαρλό: «Πoλιτισμό πραγματοποιούμε από τη στιγμή που θα έχουμε ξεxάσει όλα όσα κάποτε μάθαμε σχετικά με τον πολιτισμό ». Χειρονομιακός, αφηρημένος, εξπρεσιονιστής, νεοπαραστατικός, είναι επίθετα,τα οποία κατά καιρούς θα μπορούσαν να περιγράψουν τη διαδρομή του Γιώργου Ξένου, σίγουρα όμως θα παρέμεναν σ’ ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης.
Γιατί όσο κι αν οι θεωρητικοί εφευρίσκουν σχήματα ή διανοητικά πλαίσια ώστε να προσεγγίσουντην τέχνη, κατ’ oυσίαν το προϊόν της παραμένει ένα και αδιαίρετο. Οι διαφοροποιήσεις αρχίζουν να υφίσrανται σε μια βαθιά δομή και ασφαλώς δεν έχουν να κάνουν με τα συνήθη κλισέ των θεωρητικών ερμηνειών.
Κι εδώ τίθεται ένα άλλο πρόβλημα : το κατά πόσον μπορεί ο κριτικός λόγος να πρασεγγίσει εργαλειακά (από πλευράς μεθόδου εννοώ) ένα έργο τόσο προσωπικό και ενορατικό που δε θέλει «να δίνει λόγο» πουθενά αλλού πλην του εαυτού του. Άρα η οποιοδήποτε ερμηνεία για τη ζωγραφική του Γιώργου Ξένου είναι να λάβει υπόψη τα κατασκευαστικά υλικά και τη μορφοπλαστική διαδικασία της ίδιας της ζωγραφικής του Ξένου ως αυτoαναφερόμεvης δυνατότητας. Ο ζωγράφος πιστεύει στη «γνωσιολογική» δυνατότητα της ζωγραφικής εφόσων σ’ αυτήν η ύπαρξή του αποκτά υπόσrαση τόσο ώστε να μου θυμίζει μία γνωστή αφοριστική  φράση του ποιητή Νίκου Καρούζου « θέλγομαι από τη ζωγραφική και τους δημιουργούς της .
Με βοηθούν αδιάκοπα στο αίνιγμα της υπάρξεως » (1979) .
Και ο ίδιος ο Ξένος ταυτίζοντας την οντολογία με τη φαινομενολογία γράφει στο ημερολόγιό του: «H τέχνη μου προσφορά στα κατορθώματα της  φύσης» . Εδώ νoμίζω ότι έγκειται ο  βαθύτερος χαρακτήρας της δουλειάς του. Τα φανταστικά τοπία που φιλοτεχνεί,μέσα από επαλληλίες γραφών και από σειρές μορφικών σrερεoτύπων, οργανώνουν εντέλει την εικόνα της φυσικής ενέργειας των δυνάμεων που εκρήγνυνται από έναν πυρήνα σε τρόπο ώστε να ταυτίζεται η πλαστική έκφραση με τη φυσική, την ενεργό δύναμη.
Η χρωματική του λιτότητα δε συνιστά αναστολή προς αυτή την κατεύθυνση. Οι αποχρώσεις των γαλάζιων ή των γκρίζων μπορούν να πλαισιώνουν ένα υπαινικτικό κuπαρισσι και να μεταμορφώνουν τα ψυχρά τoυ πράσινα σε σύμβολα εγκαρτέρησης.
Θα ήθελα στο σημείo αυτό να πω ότι η λειτoυργία των γραφών στο έργα του Ξένou με παραπέμπει στην ανόλογη σημειολογία του ίχνους όπως εμφανίζεται στον Cy Twombly. Πρόκειται για ένα ρόλο παράλληλο μ’ εκείνον της μουσικής: Ο ρυθμός που κρύβεται όχι στον ήχο αλλά στη χειρανομία και στο χρόνο κατά τον οποίο η χειρονομία πραγματοποιείται. Μπορείς να βλέπεις χιλιάδες ζωγραφικές τεχνικά εκτελεσμένες, αλλά αυτή η έννοια του ρυθμού πραγματικά εντοπίζεται σ’ ελάχιστες.
Για τον Ξένο η ζωγραφική είναι βιαιότητα και τρυφεράδα μαζί, ένα continuo χαμηλών ψιθύρων και ανεπαίσθητων χειρονομιών, είναι η έκλυση ενέργειας μέσα από το μείζον της γραφής και της εικόνας. Γι’αυτό είvαι απόλυτα φυσικό να συμφωνεί ο ζωγράφος με τον Nikolaus Kusanus, όταν ο τελευταίος υποστηρίζει ότι φύση δεν εΙναι τίποτε άλλο παρά η εξήγηση που δίνει ο θεός για τον εαυτό του. Για το λόγο αυτό ισχυρίζομαι πως ο Ξένος ουσιαστικά μέσα από τις τοπιογραφίες του θεολογεί και θεολογεί γιατί βλέπει τη φύση να διαστέλλεται σαν ιερός μαστός, σαν τη γονιμοποιημένη κοιλιά ενός τραμερού θήλεος σαν την έκρηξη μιας τιτανικής φόρμας.
Ο ζωγράφος αυτοαναλύεται μέσα από τη φύση, ζωγραφίζοντας το επέκεινα την ασσύμμετρη γεωμετρία του επέκεινα σαν τα μη ευκλείδια μαθηματικά του Λομπστσέφσκι (1793-1856). Ψηλαφώντας ουσιαστικά μέσω του ορατού το αόρατο.
Ο Γιώργος Ξένος είναι κατά τη γνώμη μου ένας από τους ακραιφνέστερους εκπροσώπους του ελληνικού ρομαντισμού ενός ρομαντισμού που διέλαθε. Για σκεφτείτε το.
Όλος ο μοντερνισμός δεν εΙναι παρά η εξέλιξη αυτού του τρομερού κινήματος που συντάραξε και διαμόρφωσε τον 19οαιώνα, αυτού του δικαιώματος στην προσωπική κραυγήπου λέγεται ρομαντισμός. Ενός κινήματος που αvτιμετωπίζει τη φύση ως υπέρτατη δύναμη και θέλει να την εκφράσει με πρότυπα τις ανθρώπινες αντιδράσεις ή συμπεριφορές. Αυτό το εξομολογητικό δούναι – λαβείν ανάμεσα στην εικόνα-φύση και στο καλλιτεχνικό υποκείμενο που δρα είναι νομίζω, το βαθύτερο χαρακτηριστικότης δουλειάς του Γιώργου Ξένου. Τα «τοπία του είναι ο προθάλαμος του Παραδείσου είναι ο εαυτός του ο ίδιος ως φυσικό γεγονός με τις αρετές του να πολλαπλασιάζονται μαγικά σαν τα ψάρια του Eυαγγελίου. Θα ήθελα τελειώνοντας να θυμηθώ το Λούκατς ο οποίος στο ρομαντικό του βιβλίο «Die Seele und die Formen» («Η ψυχή και οι μορφές») ήδη από το 1911 ορίζει ως μορφή την αχρονική στιγμή ρήξης. Ανάμεσα στην ψυχή (υπoκείμενo) και στον κόσμο (απόλυτο), θα πρόσθετα ότι συνεπακόλουθο της ρήξης αυτής είναι το απείκασμα ενός αχρονικού τοπίου είναι η εικόνα κοι η γραφή της δηλαδή η ζωγραφική ταυ Γιώργου Ξένου, ο οποίος μαζΙ με άλλους δέκα καλλιτέχνες συμμετέχει στην έκθεση «Περί Πάτρης» η οποία μεταφέρθηκε από το σπίτι της Κύπρου στην Artforum-Vilka της Θεσσαλονίκης από 24 lουνίου εώς 20 Αυγούστου.